-
1 богатство
богатство с 1) ο πλούτος· природные \богатствоа о φυσικός πλούτος 2) (изобилие) η αφ θονία* * *с1) ο πλούτοςприро́дные бога́тства — ο φυσικός πλούτος
2) ( изобилие) η αφθονία -
2 богатство
-а ουδ.1. πλούτος•огромное -τεράστιος πλούτος.
2. μτφ. πλήθος, αφθονία.3. πολυτέλεια. -
3 запас
-а α.1. προμήθεια, εφεδρεία, εφόδια, ρεζέρβα•запас дров προμήθεια καυσόξυλων•
запас продовольствии προμήθεια τροφίμων•
запас боеприпасов εφεδρεία πολεμοφοδίων•
неприкос новенный запас προμήθειες ασφαλείας (ή ώρας ανάγκης)•
запас сырья απόθεμα πρώτων υλών•
запас знаний πολυμάθεια, πολυγνωσία, πλούτος γνώσεων•
запас слов πλούτος λέξεων•
в -е για εφεδρεία•
отложить про запас βάζω κατά μέρος (κρατώ για εφεδρεία).
2. (για ενδύματα) γύρισμα•выпустить запас βγάζω το γύρισμα (για φάρδεμα, μάκρεμα).
3. (στρατ.) εφεδρεία•офицер в -е έφεδρος αξιωματικός•
уволить в -е αποστρατεύω•
быть в -е είμαι σε εφεδρεία•
выйти в запас αποστρατεύομαι.
-
4 капитал
-а α.1. (οικον.) κεφάλαιο•стри-ны -а οι καπιταλιστικές χώρες•
торговый капитал το εμπορευματικό κεφάλαιο•
банковский капитал τραπεζιτικό κεφάλαιο•
постоянный капитал σταθερό κεφάλαιο•
переменный капитал μεταβλητό κεφάλαιο•
оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο•
денежный капитал χρηματικό κεφάλαιο•
производительный капитал παραγωγικό κεφάλαιο•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο•
мёртвый капитал νεκρό κεφάλαιο•
капитал в акциях μετοχικό κεφάλαιο•
накопление -а αποκόμιση κεφαλαίων.
2. μτφ. πλούτος, θησαυρός, αξία•весь мой капитал – знания όλος μου ο πλούτος είναι οι γνώσεις.
-
5 мошна
-ы, γεν. πλθ. -дюн, δοτ. -шнам θ.1. παλ. χρηματοσακκούλα, πουγγί.2. μτφ. μα-μωνάς πλούτος, χρήμα.εκφρ.тугая (толстая, большая) мошна – μεγάλος πλούτος, θησαυρός, μαμωνάς•тряхнуть -ой – τινάζω το πουγγί (τα δίνω όλα για όλα για κάτι), ξετινάζομαι. -
6 сокровище
-а ουδ.1. πλθ. -а θησαυρός (χρήματα, πολύτιμα αντικείμενα).2. πλούτος (γης, θάλασσας, δασών).3. μτφ. πλούτος•-а мировой культуры οι θησαυροί του παγκόσμιου πολιτισμού•
-а душевной красоты θησαυροί ψυχικής ομορφιάς.
εκφρ.ни за какие -а – με κανένα τρόπο, ούτε με κανένα θησαυρό. -
7 богатство
ο πλούτοςприродное - φυσικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > богатство
-
8 густота
1. (плотность) η πυκνότητα 2. (цвета) το βάθος, η πυκνότητα, ο πλούτος (του χρώματος) 3. (ло-паток, решёток, профилей в газотурбинном двигателе) η συχνότητα, η πυκνότητα, ο μεγάλος αριθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > густота
-
9 природный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природный
-
10 богатство
богатствос в разн. знач. ὁ πλοῦτος/ ἡ πολυτέλεια (великолепие). -
11 неиссякаемый
неиссякаем||ыйприл прям., перен ἀστείρευτος, ἀνεξάντλητος:\неиссякаемыйые богатства ὁ ἀνεξάντλητος πλούτος· \неиссякаемый источник знаний ἀστείρευτη πηγή γνώσεων \неиссякаемыйая энергия ἡ ἀστείρευτη, ἡ ἐνεργητικότητα. -
12 несметный
несметн||ыйприл ἀπειράριθμος, ἀναρίθμητος, ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος:\несметныйые богатства ὁ ἀμέτρητος πλούτος. -
13 неясчерпаемый
неясчерпаем||ыйприл ἀνεξάντλητος, ἀστείρευτος, ἀκένωτος:\неясчерпаемыйые богатства ὁ ἀνεξάντλητος πλούτος· \неясчерпаемый источник мудрости ἡ ἀστείρευτη πηγή σοφίας. -
14 природный
природ||ныйприл1. φυσικός:\природныйные богатства ὁ φυσικός πλοῦτος· \природныйный газ τό ὁρυκτό ἀέριο·2. (врожденный) ἔμφυτος:\природныйный ум ἡ ἔμφυτη ἐξυπνάδα -
15 содержательность
содержательностьж ὁ πλοῦτος σέ περιεχόμενο. -
16 фонд
фондм1. (денежный) τό κεφάλαιο[ν]/ τό ἀπόθεμα (запас):оборотные \фонды τα κυκλοφοριακά κεφάλαια· \фонд заработной плиты τό κονδύλι[ον] μισθοδοσίας· золотой \фонд а) τό ἀπόθεμα σέ χρυσό, б) τό χρυσό ἀπόθεμα (тж. черен.)·2. (ресурсы, запасы) ὁ πλοῦτος, τό ἀπόθεμα:земельный \фонд οἱ γαίες, οἱ καλλιεργήσιμες γαίες, τό ἔγ-γειον κεφάλαιον семейной \фонд τό ἀπόθεμα σπόρων библиотечный \фонд τό ἀπόθεμα βιβλίων государственные \фонды τά κρατικά ἀποθεματικά κεφάλαια·3. \фонды мн. эк. (ценные бумаги) τά χρεώγραφα, οἱ μετοχές. -
17 содержательность
[σαντιρζάτιλ’ναστ'] ουσ. θ. ο πλούτος σε περιεχόμενο -
18 содержательность
[σαντιρζάτιλ’ναστ'] ουσ θ ο πλούτος σε περιεχόμενο -
19 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
20 дно
дна ουδ.1. πυθμένας, πάτος, βυθός, φόντος, φούντο•дно корабля ο πυθμένας του καραβιού•
дно стакана ο πάτος του ποτηριού•
моря ο βυθός της θάλασσας•
перевернуть вверх дном αναποδογυρίζω.
2. μτφ. τα κατακάθια της κοινωνίας.εκφρ.золотое дно – ανεξάντλητος πλούτος (θησαυρός)•до дна – ως τον πάτο, όλο•пустить ή отправлять на дно – βυθίζω•ни дна ни покрышки – χαΐρι να μην ιδείς (ιδεί κλπ.).
См. также в других словарях:
πλοῦτος — 1 wealth masc nom sg πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτος — wealth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
πλούτος — ο 1. αφθονία αγαθών στην κατοχή ατόμου ή ατόμων ή χώρας: Έχουν μεγάλο πλούτο. 2. μτφ., αφθονία διανοητικών ή συναισθηματικών στοιχείων: Ο πλούτος της πνευματικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτε — Πλοῦτος wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοῦτε — πλοῦτος 1 wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτοι — Πλοῦτος wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)