-
1 природопользование
η διαχείριση του φυσικού πλούτου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природопользование
-
2 эксплуатация
эксплуат||а́цияж в разн. знач. ἡ ἐκμετάλλευση [-ις]· \эксплуатацияация человека человеком ἡ ἐκμετάλλευση ἀνθρωπου ἀπό ἄνθρωπο· \эксплуатацияа́ция недр ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ὀρυκτοῦ πλούτου· \эксплуатация£ция леса ἡ ὑλοτομία· сдавать в \эксплуатацияа́цию παραδίδω γιά ἐκμετάλλευση. -
3 дойный
επ.γαλακτοφόρος•-ая коза γαλακτοφόρα γίδα.
εκφρ.- ая корова – (απλ.) πηγή πλούτου, πλουτοφόρα πηγή. -
4 кладезь
-я α.1. (παλ.) φρέαρ, πηγάδι.2. πηγή πλούτου.εκφρ.кладезь мудрости ή премудрости; кладезь учёности – θησαυρός γνώσεων ή σοφίας• παντογνώστης, πανδαήμονας. -
5 кусок
-ска α.κομμάτι, τεμάχιο. || φέτα, μερίδα•кусок хлеба, сыра φέτα ψωμιού, τυριού.
|| μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύπαρξης.εκφρ.разбить на -и – κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω•кусок в горло не идёт – δε μπορώ να καταπιώ τίποτε (από κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)•собирать -и – μαζεύω κομμάτια, διακονεύω, ζητιανεύω•урвать кусок – αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.). -
6 эксплуатация
-и θ.1. εκμετάλλευση•эксплуатация человека человеком εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο•
эксплуатация труда εκμετάλλευση εργασίας.
2. η χρησιμοποίηση, η πρακτική χρήση•эксплуатация двигателя η εκμετάλλευση του κινητήρα•
эксплуатация природных богатств εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου•
эксплуатация недр земли εκμετάλλευση του.υπεδάφους•
эксплуатация изобретения εκμετάλλευση της εφεύρεσης.
См. также в других словарях:
Πλούτου — Πλοῦτος wealth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτου — πλοῦτος 1 wealth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
φυσιοκρατία — Οικονομική και πολιτική σχολή που παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 18ου αι. Η ονομασία φυσιοκράτες δόθηκε στους οπαδούς της σχολής αυτής από έναν από τους πρώτους εκπροσώπους της, τον Πιερ Σαμουέλ Ντι Πον ντε Νεμούρ. Ιδρυτής και κύριος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
богатьство — БОГАТЬСТВ|О (574), А с. Богатство, большое имущество: Горе лихоимьцю. богатьство бо ѥго отъбѣжить а огнь и прииметь. (ὁ πλοῦτος) Изб 1076, 79 об.; и ˫ако въсхотѣти ѥмоу жити съ ними. и вьс˫а презьрѣти въ житии семь славоу и б҃атьство. ни въ что… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)