Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

πλοίου

  • 1 bridge

    [bri‹] 1. noun
    1) (a structure carrying a road or railway over a river etc.) γέφυρα
    2) (the narrow raised platform for the captain of a ship.) γέφυρα πλοίου
    3) (the bony part (of the nose).) ράχη της μύτης
    4) (the support of the strings of a violin etc.) καβαλάρης μουσικού οργάνου
    2. verb
    1) (to build a bridge over: They bridged the stream.) χτίζω γέφυρα πάνω από
    2) (to close a gap, pause etc: He bridged the awkward silence with a funny remark.) γεφυρώνω

    English-Greek dictionary > bridge

  • 2 bulkhead

    (a division between one part of a ship's interior and another.) μπουλμές πλοίου

    English-Greek dictionary > bulkhead

  • 3 dinghy

    ['diŋɡi]
    plural - dinghies; noun
    1) (a small boat carried on a larger boat to take passengers ashore.) βάρκα πλοίου
    2) (a small sailing or rowing boat.) φουσκωτή βάρκα

    English-Greek dictionary > dinghy

  • 4 engineer

    1) (a person who designs, makes, or works with, machinery: an electrical engineer.) μηχανικός,μηχανολόγος
    2) ((usually civil engineer) a person who designs, constructs, or maintains roads, railways, bridges, sewers etc.) (πολιτικός)μηχανικός
    3) (an officer who manages a ship's engines.) μηχανικός πλοίου
    4) ((American) an engine-driver.) μηχανοδηγός

    English-Greek dictionary > engineer

  • 5 galley

    ['ɡæli]
    1) (in former times, a long low ship with one deck, moved by oars (and often sails).) γαλέρα
    2) (a ship's kitchen.) μαγειρείο πλοίου

    English-Greek dictionary > galley

  • 6 hulk

    1) (the body of an old ship from which everything has been taken away.) κουφάρι πλοίου
    2) (something or someone enormous and clumsy.) χοντρομπαλάς,μπουλντόζας

    English-Greek dictionary > hulk

  • 7 log

    [loɡ] 1. noun
    1) (a thick piece of unshaped wood: The trees were sawn into logs and taken to the sawmill.) κούτσουρο
    2) (a logbook: The captain of the ship entered the details in the log.) ημερολόγιο πλοίου
    2. verb
    (to write down or record in a logbook (especially the distance covered during a journey).) καταχωρώ

    English-Greek dictionary > log

  • 8 logbook

    noun (an official record of the journey of a ship or aeroplane: All the details of the flight were entered in the logbook.) ημερολόγιο πλοίου/αεροπλάνου

    English-Greek dictionary > logbook

  • 9 port

    I [po:t] noun
    1) ((usually without a or the) a harbour: The ship came into port; We reached port next morning.) λιμάνι
    2) (a town with a harbour: the port of Hull.) λιμάνι
    II [po:t] noun
    (the left side of a ship or aircraft: The helmsman steered the ship to port; ( also adjective) the port wing.) αριστερή πλευρά πλοίου
    III [po:t] noun
    (a strong, dark-red, sweet wine originally from Portugal.) πορτό

    English-Greek dictionary > port

  • 10 purser

    noun (the officer in charge of a ship's money, supplies etc.) λογιστής πλοίου

    English-Greek dictionary > purser

  • 11 rig

    [riɡ] 1. past tense, past participle - rigged; verb
    (to fit (a ship) with ropes and sails.) εξοπλίζω, αρματώνω
    2. noun
    1) (an oil-rig.) γεωτρύπανο
    2) (any special equipment, tools etc for some purpose.) εξάρτυση
    3) (the arrangement of sails etc of a sailing-ship.) εξαρτία, αρματωσιά πλοίου
    - rig out
    - rig up

    English-Greek dictionary > rig

  • 12 saloon

    [sə'lu:n]
    1) (a large public room on a ship: the dining-saloon.) τραπεζαρία/σαλόνι πλοίου
    2) ((American sedan) a motor car with enclosed seating space for driver and at least three passengers.) κλειστό αυτοκίνητο,σεντάν
    3) (a place where alcoholic drinks are sold: The police searched in all the saloons for the thief.) μπαρ

    English-Greek dictionary > saloon

  • 13 shipowner

    noun (a person or company that owns a ship or ships.) ιδιοκτήτης(-τρια) πλοίου, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής

    English-Greek dictionary > shipowner

  • 14 Hole

    subs.
    Ar. and P. τρῆμα, τό.
    Chasm: P. and V. χάσμα, τό; see also Cave.
    Hole in the roof for the smoke to escape: Ar. ὀπή, ἡ.
    Hole in the ground: P. and V. ὄρυγμα, τό.
    He tried to make hole in the ship's bottom: P. διέκοπτε τοῦ πλοίου τὸ ἔδαφος (Dem. 883).
    Pierced with holes: use adj., P. and V. τετμημένος.
    Pick holes in, v.: met., P. διασύρειν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hole

  • 15 Scuttle

    v. trans.
    A ship: P. διακόπτειν πλοίου ἔδαφος (Dem. 883).
    V. intrans. Run away: Ar. and P. ποδιδράσκειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scuttle

См. также в других словарях:

  • πλοίου — πλοί̱ου , πλοῖον floating vessel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… …   Dictionary of Greek

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»