Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πλησίστιος

  • 1 in full sail

    (with all the sails spread: The ship was in full sail.) πλησίστιος,με όλα τα πανιά ανοιγμένα

    English-Greek dictionary > in full sail

  • 2 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 3 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • πλησίστιος — filling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς …   Dictionary of Greek

  • πλησίστιος — α, ο για πλοία 1. αυτός που έχει φουσκωμένα τα πανιά. 2. που τρέχει γρήγορα, ολοταχώς: Πλησίστια τα ιστιοφόρα τραβούν για το λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησίστιον — πλησίστιος filling masc/fem acc sg πλησίστιος filling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιστίοισι — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιστίου — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιστίων — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιστίῳ — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησίστιοι — πλησίστιος filling masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»