Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πληγή

  • 1 yara

    πληγή, τραύμα, λαβωματιά, χτύπημα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yara

  • 2 рана

    θ.
    1. πληγή, τραύμα, λαβωματιά•

    сквозная рана διαμπερές τραύμα•

    смертельная -θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα•

    глубокая βαθιά πληγή•

    огнестрельная рана τραύμα από πυροβόλο όπλο•

    рана зажила η πληγή έθρεψε•

    перевязать -у δένω την πληγή•

    резаная рана η κοψιά•

    колотая рана μαχαιριά, σουβλησιά, νύξη.

    2. μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη•

    рана в душе η ψυχική οδύνη.

    Большой русско-греческий словарь > рана

  • 3 заживить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заживленный, βρ: -лен, -лена, -о
    ρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω•

    -рану θεραπεύω την πληγή.

    || (για πληγή) επουλώνομαι, κλείνω.
    επουλώνομαι, κλείνω•

    рана -лась η πληγή επουλώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > заживить

  • 4 растравить

    ρ.σ,μ.
    1. ερεθίζω•

    растравить рану ερεθίζω την πληγή.

    2. μτφ. εγγίζω την πληγή,μεγαλώνω το κακό•

    растравить горе μεγαλώνω τη στενοχώρια.

    3. παροργίζω, παροξύνω•

    растравить собак ερεθίζω τα σκυλιά.

    1. ερεθίζομαι•

    рана -лась η πληγή ερεθίστηκε,

    2. διαβιβρώσκομαι (από τα οξέα)• χαράσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > растравить

  • 5 Blow

    subs.
    P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.
    Wound: P. and V. τραῦμα, τό.
    Blow of the sword: V. φασγνου τομαί, αἱ.
    Deal ( blows), v. trans.: P. and V. διδόναι, P. ἐντείνειν.
    Blow of fortune: P. and V. συμφορά, ἡ. P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό, V. πληγή, ἡ.
    At one blow,: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.
    Come to blows ( with): P. and V. συμβάλλειν (dat.), δι μχης έναι (dat.), μχην συνάπτειν (dat.), εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (absol.), P. συμμιγνύναι (dat.).
    Thrasybulus strikes Phrynichus and fells him with a blow: P. ὁ μὲν Θρασύβουλος τύπτει τὸν Φρύνιχον καὶ καταβάλλει πατάξας (Lys. 136).
    The capture of Plemmyrium was a crushing blow to the Athenian force: P. ἐν τοῖς πρῶτον ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου λῆψις (Thuc. 7, 24).
    We must bear the blows of fortune: P. φέρειν χρὴ τὰ δαιμόνια.
    Blow of fortune: P. παρὰ τῆς τύχης ἐναντίωμα τό (Dem. 328).
    They are gone without a blow: V. φροῦδοι δʼ ἄπληκτοι (Eur., Rhes. 814).
    Take without striking a blow: P. αὐτοβοεὶ αἱρεῖν (acc.).
    ——————
    v. trans.
    Extend by blowing: P. and V. φυσᾶν (also used of musical instruments).
    Of the wind: P. and V. φέρειν.
    Blow the nose: P. and V. πομύσσεσθαι (Xen.; Eur., Cycl., also Ar.).
    ——————
    v. intrans.
    Puff: P. and V. φυσᾶν, V. φυσιᾶν; see also Breathe.
    Of the wind: P. and V. πνεῖν, ἐκπνεῖν.
    If the wind should blow from the gulf: P. εἰ ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κολποῦ τὸ πνεῦμα (Thuc. 2, 84).
    When the trumpet blew: P. ἐπεὶ ἐσάλπιξε (Xen.).
    Blow about: P. and V. φέρειν, διαφέρειν.
    V. intrans. V. ᾄσσεσθαι.
    Blow away: P. διαφυσᾶν.
    Blow out, extend by blowing: P. and V. φυσᾶν.
    Extinguish: P. and V. σβεννναι; see Extinguish.
    Blow up, throw up by blowing: P. ἀναφυσᾶν.
    Shatter: P. and V. ῥηγνναι.
    V. intrans. P. and V. ῥήγνυσθαι.
    Blow upon: V. ἐμπνεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blow

  • 6 Stroke

    subs.
    Blow: P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.
    met., (of fortune, etc.): V. πληγή, ἡ.
    Stroke of good fortune: P. and V. εὐτύχημα, τό.
    Stroke of bad fortune: P. and V. συμφορά, ἡ, P. δυστύχημα, τό.
    Attack, visitation: P. and V. προσβολή, ἡ; see Visitation.
    Stroke of an oar ( plash): V. πτυλος, ὁ. ῥόθος, ὁ.
    At one stroke: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.
    Keeping stroke they raised a shout and dashed upon them: P. ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος ἐμβοήσαντες ἐπʼ αὐτοὺς ὥρμησαν (Thuc. 2, 92).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ψήχειν, Ar. and P. καταψῆν, V. καταψήχειν; see also Touch.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stroke

  • 7 натереть

    натереть, натирать 1) τρίβω 2) (мазью и т. п.) αλείφω, αλείβω' \натереть пол παρκετάρω 3) (ногу) κάνω πληγή
    * * *
    = натирать
    2) (мазью и т. п.) αλείφω, αλείβω

    натере́ть пол — παρκετάρω

    3) ( ногу) κάνω πληγή

    Русско-греческий словарь > натереть

  • 8 рана

    рана ж η πληγή, το τραύμα
    * * *
    ж
    η πληγή, το τραύμα

    Русско-греческий словарь > рана

  • 9 шов

    шов м η ραφή (тж. мед.)· наложить швы мед. συρράπτω πληγή
    * * *
    м
    η ραφή (тк. мед.)

    наложи́ть швы — мед. συρράπτω πληγή

    Русско-греческий словарь > шов

  • 10 бередить

    бередить
    несов ἐρεθίζω:
    \бередить рану прям., перен ξανανοίγω τήν πληγή, ξύνω τήν πληγή.

    Русско-новогреческий словарь > бередить

  • 11 зарубцеваться

    зарубцеваться
    сов, зарубцовываться несов ἐπουλώνομαι, κλείνω:
    рана зарубцовывается ἡ πληγή ἐπουλώνεται, ἡ πληγή κλείνει.

    Русско-новогреческий словарь > зарубцеваться

  • 12 затянуть

    затяну́||ть
    сов см. затягивать· рану \затянутьло безл ἡ πληγή ἐπουλώθηκε, ἡ πληγή ἔκλεισε.

    Русско-новогреческий словарь > затянуть

  • 13 рана

    ра́н||а
    ж ἡ πληγή, τό τραύμα, ἡ λαβω-ματιά:
    открытая \рана ἡ ἀνοιχτή πληγή, τό ἀνοιχτό τραῦμα· колотая \рана τραύμα μέ αἰχμηρό ὅργανο[ν]· огнестрельная \рана ἡ λαβωματιά· перевязывать \ранаы (έπι)δένω τίς πληγές· бередить ста́рые \ранаы перен σκαλίζω παληές πληγές.

    Русско-новогреческий словарь > рана

  • 14 извлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. извлк
    -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. извлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извлеченный, βρ: -чен, -чена, -о
    ρ.σ.μ.
    βγάζω•

    извлечь осколок из раны βγάζω το θραύσμα από την πληγή•

    извлечь сок из растений βγάζω χυμό από τα φυτά•

    извлечь народа из невежества βγάζω το λαό από την αμάθεια•

    извлечь урок из событий βγάζω δίδαγμα από τα γεγονότα•

    извлечь пользу έχω όφελος•

    извлечь выгоду1 βγάζω κέρδος.

    εκφρ.
    извлечь квадратный корень – βγάζω τετραγωνική ρίζα.
    βγαίνω, εξάγομαι•

    пуля легко -клась из раны η σφαίρα εύκολα βγήκε από την πληγή.

    Большой русско-греческий словарь > извлечь

  • 15 тампонировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ. βάζω ταμπόν στην πληγή, επιδένω πληγή.

    Большой русско-греческий словарь > тампонировать

  • 16 рана

    το τραύμα
    рваная - λόγω ρήξης·

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рана

  • 17 болячка

    болячка
    ж ἡ μικρή πληγή, ἡ ἀμυχή.

    Русско-новогреческий словарь > болячка

  • 18 брызнуть

    брыз||нуть
    сов см. брызгать; кровь \брызнутьнула из раны ἀπ' τήν πληγή πετάχτηκε αίμα.

    Русско-новогреческий словарь > брызнуть

  • 19 затягиваться

    затягива||ться
    1. (туго стягиваться) σφίγγομαι, δένομαι σφιχτά/ мор. τεντώνομαι·
    2. (покрываться, подергиваться легким слоем) σκεπάζομαι μέ σύννεφα·
    3. (заживать) ἐπουλώνομαι, κλείνω:
    рана \затягиватьсяется ἡ πληγή κλείνει·
    4. (задерживаться) καθυστερώ (άμετ.), παρατραβώ (αμετ.), παρατείνομαι·
    5. (папиросой, трубкой) ρουφώ, τραβώ, τραβάω ρουφη-ξιά.

    Русско-новогреческий словарь > затягиваться

  • 20 зияющий

    зия||ющий
    1. прич. от зиять·
    2. прил χαχναν.\зияющийюуцал рана ἡ χαίνουσα (или ἀνοικτή) πληγή.

    Русско-новогреческий словарь > зияющий

См. также в других словарях:

  • πληγή — blow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • πληγῇ — πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγή blow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγή — η 1. τραύμα, χτύπημα, έλκος: Γέμισε το σώμα του πληγές. 2. μτφ., δυστυχία, συμφορά, δυσκολία, ενόχληση, εμπόδιο: Οι δέκα πληγές του Φαραώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήγη — πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πλήσσω struck with terror aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῆι — πληγῇ , πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγῇ , πλήσσω struck with terror aor subj pass 3rd sg πληγῇ , πληγή blow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαῖς — πληγή blow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαῖσι — πληγή blow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγαί — πληγή blow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγᾶς — πληγή blow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγῆς — πληγή blow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»