-
1 пластический
1. (отличающийся плавностью, пластикой) αρμονικός, πλαστικός 2. мед. πλαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пластический
-
2 пластический
επ.1. πλαστικός•-ое искусство η πλαστική τέχνη.
2. αρμονικός, κομψός.3. εύρυθμος κόσμιος χαριτωμένος.4. (ιατρ.) πλαστικός•-ая хирургия πλαστική χειρουργική.
εκφρ.- ая масса – πλαστική μάζα. -
3 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
4 дрена
тех. о οχετός/σωλήνας αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрена
-
5 пластический
пласти́ческ||ийприл в разн. знач. πλαστικός:\пластическийая операция мед. ἡ πλαστική ἐγχείριση [-ις]. -
6 пластичный
пласти́чн||ыйприл πλαστικός. -
7 лепной
επ.πλαστικός ανάγλυφος•-ое искусство η πλαστική τέχνη•
-ые украшения ανάγλυφα στολίδια•
-ые плафоны ανάγλυφες οροφές•
лепной карниз ανάγλυφη κορνίζα.
-
8 пластмассовый
επ.από πλαστική μάζα, πλαστικός•-ая посуда πλαστικά αγγεία.
См. также в других словарях:
πλαστικός — fit for moulding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως … Dictionary of Greek
πλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει ή πλάθεται: Πλαστικές ύλες, εύπλαστες ύλες, πλαστική εγχείρηση. 2. αυτός που έχει αρμονικές αναλογίες, αγαλματένιος. 3. το θηλ. ως ουσ., πλαστική, η η τέχνη του πλάστη, του τεχνίτη αγαλμάτων, αγγείων κτλ.: Η πλαστική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστικά — πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc pl πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc/acc dual πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικώτερον — πλαστικός fit for moulding adverbial comp πλαστικός fit for moulding masc acc comp sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικῶν — πλαστικός fit for moulding fem gen pl πλαστικός fit for moulding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικόν — πλαστικός fit for moulding masc acc sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικαί — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοῖς — πλαστικός fit for moulding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοί — πλαστικός fit for moulding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικούς — πλαστικός fit for moulding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)