Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

πλάϑω

  • 1 imagine

    [i'mæ‹in]
    1) (to form a mental picture of (something): I can imagine how you felt.) φαντάζομαι
    2) (to see or hear etc (something which is not true or does not exist): Children often imagine that there are frightening animals under their beds; You're just imagining things!) φαντάζομαι,πλάθω με τη φαντασία
    3) (to think; to suppose: I imagine (that) he will be late.) φαντάζομαι,υποθέτω
    - imagination
    - imaginative

    English-Greek dictionary > imagine

  • 2 model

    ['modl] 1. noun
    1) (a copy or representation of something usually on a much smaller scale: a model of the Taj Mahal; ( also adjective) a model aeroplane.) πρόπλασμα, ομοίωμα, μακέτα
    2) (a particular type or design of something, eg a car, that is manufactured in large numbers: Our car is a 1999 model.) μοντέλο
    3) (a person who wears clothes etc so that possible buyers can see them being worn: He has a job as a male fashion model.) μανεκέν
    4) (a person who is painted, sculpted, photographed etc by an artist, photographer etc: I work as an artist's model.) (φωτο)μοντέλο
    5) (something that can be used to copy from.) πρότυπο
    6) (a person or thing which is an excellent example: She is a model of politeness; ( also adjective) model behaviour.) υπόδειγμα
    2. verb
    1) (to wear (clothes etc) to show them to possible buyers: They model (underwear) for a living.) επιδεικνύω(ρούχα)ως μανεκέν
    2) (to work or pose as a model for an artist, photographer etc: She models at the local art school.) ποζάρω,κάνω το μοντέλο
    3) (to make models (of things or people): to model (the heads of famous people) in clay.) φτιάχνω προπλάσματα,πλάθω
    4) (to form (something) into a (particular) shape: She modelled the clay into the shape of a penguin; She models herself on her older sister.) διαμορφώνω/μιμούμαι,έχω ως υπόδειγμα

    English-Greek dictionary > model

  • 3 mould

    I [mould] noun
    1) ((soil which is full of) rotted leaves etc.) σάπια φύλλα/χούμος/μαυρόχωμα
    2) (a growth on stale food etc: This bread is covered with mould.) μούχλα
    - mouldiness II 1. [məuld] noun
    1) (a shape into which a substance in liquid form is poured so that it may take on that shape when it cools and hardens: a jelly mould.) καλούπι
    2) (something, especially a food, formed in a mould.) φαγητό βγαλμένο από φόρμα
    2. verb
    1) (to form in a mould: The metal is moulded into long bars.) καλουπώνω
    2) (to work into a shape: He moulded the clay into a ball.) (δια)πλάθω
    3) (to make the shape of (something): She moulded the figure out of/in clay.) διαμορφώνω

    English-Greek dictionary > mould

  • 4 fashion

    1) διαμορφώνω
    2) μόδα
    3) πλάθω
    4) σχηματίζω

    English-Greek new dictionary > fashion

  • 5 sculpt

    1) λαξεύω
    2) πλάθω

    English-Greek new dictionary > sculpt

См. также в других словарях:

  • πλάθω — πλάθω, έπλασα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλάθω — πλά̱θω , πλάθω approach pres subj act 1st sg πλά̱θω , πλάθω approach pres ind act 1st sg πλά̱θω , πλήθω to be full pres subj act 1st sg (doric) πλά̱θω , πλήθω to be full pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… …   Dictionary of Greek

  • πλάθω — έπλασα, πλάστηκα, πλασμένος 1. δουλεύω μαλακιά ύλη για να της δώσω μορφή: Οι αγρότισσες πλάθουν μεγάλα ψωμιά. 2. δίνω μορφή, δημιουργώ: Πλάθει κι αυτός από δικό του χώμα λογιώνε ξωτικά. 3. δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου: Έπλαθε χίλια ψέματα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • πλάθουσ' — πλά̱θουσα , πλάθω approach pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • κηροπλαστώ — κηροπλαστῶ έω (Α) [κηροπλάστης] 1. πλάθω κάτι με κερί 2. πλάθω σαν με κερί 3. μτφ. πλάθω, δημιουργώ 4. (για μέλισσα) κατασκευάζω κηρήθρα …   Dictionary of Greek

  • περιπλάσσω — και αττ. τ. περιπλάττω Α 1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.) 2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • πλάσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλάθω, η πλάση, η διαμόρφωση 2. (ιδίως για ψωμί ή για γλυκίσματα) ο τελικός σχηματισμός 3. (ειδικά) το άνοιγμα φύλλων πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλασ τού αορ. έ πλασ α τού πλάθω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψιμο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»