Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

περιῆν

  • 1 Round

    adj.
    Ar. and P. κυκλοτερής, P. περιφερής, σφαιροειδής, P. and V. εὔκυκλος (Plat.), V. εὔτορνος, ἀμφτορνος, κυκλωτός, κύρτος, Ar. and V. γογγύλος (Æsch., frag.), Ar. and P. στρογγλος.
    ——————
    adv.
    All round: P. and V. πέριξ (rare P.), κύκλῳ, ἐν κύκλῳ.
    Standing round: P. and V. περισταδόν.
    In compounds: P. and V. περι; e.
    g., stand round: P. and V. περιίστασθαι.
    Distributively: δια; e.g., hand round: P. and V. διαδιδόναι.
    Bring round, persuade, met.: P. and V. πείθειν.
    Carry round: P. and V. περιφέρειν.
    Come round, return in a circle: Ar. and P. περιέρχεσθαι.
    met., be persuaded: P. and V. πείθεσθαι.
    Change round: P. περιίστασθαι.
    Get round, cajole: P. and V.. πέρχεσθαι.
    ——————
    prep.
    P. and V. περ (acc. or dat.), V. ἀμφ (rare P.) (acc. or. dat.), πέριξ (acc.).
    A place which had a wall all round it: P. χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν (Thuc. 7, 81).
    A road runs all round it: P. κυκλόθεν ὅδος περιέχει (Lys. 110).
    ——————
    subs.
    Circle: P. and V. κύκλος, ὁ.
    Succession: P. and V. διαδοχή, ἡ.
    Round of a ladder: see Rung.
    The ordinary round of affairs: P. τὰ ἐγκύκλια (Isoc.).
    Go one's rounds, patrol: Ar. and P. ἐφοδεύειν (Xen.), Ar. κωδωνοφορεῖν.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. τορνεύειν.
    Round ( a point) in navigation: P. περιβάλλειν (acc.), ὑπερβάλλειν (acc.).
    Round off: met., Ar. and P. τορνεύειν, P. ἀποτορνεύειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Round

См. также в других словарях:

  • περιῆν — περϊῆν , περίειμι 1 to be around imperf ind act 1st sg περϊῆν , περίειμι 1 to be around imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) περϊῆν , περίειμι 1 to be around imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίην — περί ἵημι Ja c io imperf ind act 1st sg (homeric ionic) περί̱ην , περί ἵημι Ja c io imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδαγμα — το (ΑΝ) [διδάσκω] μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου») νεοελλ. 1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα») 2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας») αρχ …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»