Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περιττόν

  • 1 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

См. также в других словарях:

  • περιττόν — περισσός beyond the regular number masc acc sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέριττον — περίοιδα know well perf imperat act 2nd dual περίοιδα know well perf ind act 2nd dual περίοιδα know well perf ind act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • облишиѥ — ОБЛИШИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Излишество, превышение необходимой нормы: Приноситсѧ и сиць како о тои чс҃тi г҃лъ. гл҃ть бо сѧ аще и облишье е(с). акы сласть. (περιττότερος) ГБ XIV, 188б. 2. Выделение; вещество, выделенное организмом: ˫ако животѹ. дани… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • плъть — ПЛЪТ|Ь (933), И с. 1.Плоть, тело: вьсѣмъ ѡтърекъсѧ съ бесплътьныими христа непрѣстаньно славословѧ. ѡтъ дѣвы… плъть приимъша. Стих 1156–1163, 31 об.; ˫ако же и плъть всю расѣчи. и кръвьмъ течени˫а изнести. (σορκας) ЖФСт к. XII, 68; ˫ако же ѥдинъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • περίσκον — τὸ, Α το φυτό στρύχνος ο μανικός, αλλ. περιττόν ή περισσόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»