-
1 περιστερα
ἡ голубь, голубка Her., Arph., Plat., Arst. etc. -
2 περιστέρα
περιστέρά η прям., перен. голубка;§ υποκρίνεται ( — или παριστάνει) την αθώαν περιστέράν — прикидываться невинным
-
3 περιστερά
περιστερά ηголубка –1) дарохранительница в виде голубя;2) символ мира;3) голубь, который принес Ною ветку маслины -
4 περιστερά
ἡ περιστερά голубь ( дикий) -
5 περιστερά
{сущ., 10}Ссылки: Мф. 3:16; 10:16; 21:12; Мк. 1:10; 11:15; Лк. 2:24; 3:22; Ин. 1:32; 2:14, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιστερά
-
6 περιστερά
{сущ., 10}Ссылки: Мф. 3:16; 10:16; 21:12; Мк. 1:10; 11:15; Лк. 2:24; 3:22; Ин. 1:32; 2:14, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιστερά
-
7 περιστερά
голубь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περιστερά
-
8 κονιω
(ῑ) и κονίζω (fut. κονίσω с ῑ - эп. κονίσσω, aor. ἐκόνῑσα - эп. ἐκόνισσα; pass.: pf. κεκόνῑ(σ)μαι, эп. 3 л. sing. ppf. κεκόνιτο)1) покрывать песком или пылью(χαίτας Hom.; ταῦροι ἐν μάχῃ κονιόμενοι Plut.)
τὰ κεκονιμένα τῶν βάθρων Diod. — покрытые пылью ступени;2) пересыпать словно пескомκισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. — плющ, перевитый иммортелями
3) досл. поднимать на бегу пыль, перен. стремительно бежать, убегатьφεῦγον κεκονιμένοι Hom. — (троянцы) бежали, поднимая пыль;
πέτοντο κον οντες πεδίοιο Hom. — (кони) летели, вздымая пыль по полю4) спешить, торопитьсяκόνισαι λαβών Arph. — скорее бери
5) med. кататься в песке -
9 οικετις
I- ῐδος ἥ1) хозяйка дома Theocr.2) служанка, рабыня Luc.II1) прислуживающаяοἰ. γυνή Eur. — служанка
2) домашняя(περιστερά Soph. ap. Plut.)
-
10 λευκός
η, ό[ν]1) белый, светлый;λευκός οίνος — белое вино;
λευκός άρτος — белый хлеб;
2) белый, светлокожий;λευκή φυλή — белая раса;
3) перен. чистый, незапятнанный, безупречный;λευκός υπάλληλος — безупречный; — служащий;
έχει λευκό παρελθόν — у него незапятнанное прошлое;
§ λευκόν φως — солнечный свет;
λευκός άνθραξ — белый уголь, водная энергия;
λευκή νύξ — бессонная ночь;
λευκες νύχτες — белые ночи;
λευκή σημαία — белый флаг;
λευκή ψήφος — а) тот, кто воздержался от голосования; — б) голос, поданный за оправдательный приговор (в суде);
-'ή περιστερά ирон. невинный младенец;εμπόριον λευκής σαρκός — торговля живым товаром;
λευκοί — белые, белогвардейцы
-
11 4058
{сущ., 10}Ссылки: Мф. 3:16; 10:16; 21:12; Мк. 1:10; 11:15; Лк. 2:24; 3:22; Ин. 1:32; 2:14, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4058
См. также в других словарях:
περιστερά — περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc/acc dual περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερᾷ — περιστερά common pigeon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… … Dictionary of Greek
περιστέρα — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜ βλ.… … Dictionary of Greek
Περιστέρα — Sp Peristerà Ap Περιστέρα/Peristera L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
περιστέρα — η το πουλί περιστερά, περιστέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λευκή Περιστέρα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 30 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, σχεδόν στο μέσο της ανατολικής ακτής της. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας … Dictionary of Greek
Παλαιά Περιστέρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Στεφάνου … Dictionary of Greek
περιστεράν — περιστερά̱ν , περιστερά common pigeon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεράς — περιστερά̱ς , περιστερά common pigeon fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεραῖς — περιστερά common pigeon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)