Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πεπραγμένων

  • 1 Consistent

    adj.
    Be consistent ( of persons): use P. and V. ταὐτὰ λέγειν, P. ἑαυτῷ συμφωνεῖν.
    Nothing of what has been done seems rational or honest or consistent: P. οὐδὲν τῶν πεπραγμένων οὔτʼ εὔλογον οὔθʼ ἁπλοῦν οὔθʼ ὁμολογούμενον αὐτὸ αὑτῷ φαίνεται (Dem. 1114).
    Consistent with: P. ὁμολογούμενος (dat.), σύμφωνος (dat.).
    Conformable to: Ar. and P. κόλουθος (gen. or dat.); see Consonant (Consonant with).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consistent

  • 2 Execution

    subs.
    Accomplishment: P. and V. πρᾶξις, ἡ.
    The execution of the measure taken in each case: P. ἡ διακονία ἡ ἐφʼ ἑκάστοις τῶν πεπραγμένων (Dem. 296).
    Putting to death: P. θανάτωσις, ἡ.
    Death: P. and V. θνατος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Execution

  • 3 Indemnity

    subs.
    Fine: P. and V. ζημία, ἡ.
    Impunity: P. and V. δεια.
    Thinking that they would secure complete indemnity for the past: P. ἡγούμενοι πολλὴν ἄδειάν σφισιν ἔσεσθαι τῶν πεπραγμένων (Lys. 128).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indemnity

  • 4 Wash

    v. trans.
    The body: P. and V. λούειν (or mid.).
    Washed: also V. ἐκλελουμένος (Æsch., frag.).
    Hands and feet: V. νίζειν, Ar. and P. πονίζειν.
    I wash my hands of what has been done: P. ἀφίσταμαι τῶν πεπραγμένων (Dem. 350).
    Wash (clothes, etc.): Ar. and P. πλύνειν.
    Cleanse by washing: P. and V. πονίζειν (Plat., Ar., and Eur., Tro. 1153), Ar. and P. πολούειν.
    met., cleanse: P. and V. καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν, V. ἁγνίζειν, νίζειν, Ar. and P. διακαθαίρειν.
    Wash with silver, etc.: see Overlay.
    White-wash: see white-wash.
    Be washed by the sea: P. περικλύζεσθαι.
    In caverns which the dark sea washes with its waves: V. κατʼ ἄντρʼ ἃ πόντος νοτίδι διακλύζει μέλας (Eur., I. T. 107).
    Washed by the sea, adj.: V. περίρρυτος (once in Thuc. 4, 64), λίρροθος, ἀμφίκλυστος, λίστονος.
    Wash ashore, v.: P. and V. ἐκφέρειν, V. ἐκβάλλειν.
    Be washed ashore: P. and V. ἐκπίπτειν.
    Washed ashore, adj.: V. ἔκβλητος.
    Wash away, remove by washing, v.: P. ἀποπλύνειν.
    Inundate: see Inundate.
    met., P. and V. ἐκνίζειν (Dem. 274), V. νίζειν, κλύζειν (Eur., I. T. 1193).
    Wash out: Ar. and P. ἐκπλύνειν, P. ἐκκλύζειν.
    That can be washed out, adj.: P. and V. ἔκπλυτος.
    Not to be washed out: P. δυσέκνιπτος, V. δύσνιπτος.
    Of dyes: P. δευσοποιός.
    Wash over: see Inundate.
    V. intrans.
    Bathe: P. and V. λοῦσθαι.
    ——————
    subs.
    Bath: P. and V. λουτρόν, τό.
    Swell, wave: P. and V. κῦμα, τό, Ar. and V. οἶδμα, τό, σλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wash

См. также в других словарях:

  • πεπραγμένων — πεπρᾱγμένων , πράσσω pass through perf part mp fem gen pl πεπρᾱγμένων , πράσσω pass through perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Laskarina Bouboulina — Lithographie d Adam de Friedel (1827). Laskarina Bouboulina (11 mai 1771 – 22 mai 1825) fut une héroïne grecque de la guerre d indépendance grecque de 1821. Bouboulina est née en prison à Constantinople. Elle était …   Wikipédia en Français

  • Opérations navales durant la guerre d'indépendance grecque — Les opérations navales jouèrent un rôle important au cours de la guerre d indépendance grecque. Le cœur de l insurrection, le Péloponnèse et ses abords immédiats, étant d accès relativement difficile par voie de terre, il était important pour les …   Wikipédia en Français

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • λογοδοσία — η η έκθεση τών πεπραγμένων και η απόδοση λογαριασμών μιας αρχής, επιτροπής ή άλλου διοικητικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδοτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • λογοδότης — λογοδότης, ὁ (Μ) αυτός που λογοδοτεί, που δίδει λόγο τών πεπραγμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δότης < δί δω μι] …   Dictionary of Greek

  • μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… …   Dictionary of Greek

  • νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… …   Dictionary of Greek

  • ρινηλατώ — ῥινηλατῶ, έω, ΝΑ [ῥινηλάτης] ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.) αρχ. μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτι («ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»