Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πενία

  • 1 бедность

    бедн||ость
    ж ἡ φτώχια, ἡ κακομοιριά, ἡ πενία, ἡ ἔνδεια.

    Русско-новогреческий словарь > бедность

  • 2 нищета

    нищет||а
    ж
    1. ἡ φτώχεια, ἡ πενία, ἡ ἔνδεια, ἡ ἀνέχεια, ἡ ἀθλιότητα [-ης]:
    впасть в \нищетау́ περιπίπτω σέ ἔνδεια[ν]· жить в крайней \нищетае́ ζῶ πάμπτωχος· духовная \нищета ἡ πνευματική ἔνδεια·
    2. собир. (нищие люди) ἡ φτωχολογιά, ὁ πτωχόκοσ-μος:
    городска́я \нищета ἡ φτωχολογιά τῶν πόλεων.

    Русско-новогреческий словарь > нищета

  • 3 пауперизм

    паупер||и́зм
    м ἡ ἔνδεια, ἡ φτώχεια, ἡ πενία.

    Русско-новогреческий словарь > пауперизм

  • 4 бедность

    θ.
    φτώχεια, ένδεια, πενία.

    Большой русско-греческий словарь > бедность

  • 5 нищенство

    ουδ.
    ζητιανιά, διακονιά, επαιτεία. || μτφ. φτώχεια, πενία, ένδεια.

    Большой русско-греческий словарь > нищенство

  • 6 нищета

    θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    1. φτώχεια, πενία• αθλιότητα, μιζέρια•

    впасть в -у πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•

    душевная нищета ψυχική αθλιότητα.

    2. αθρσ. η φτωχολογιά.

    Большой русско-греческий словарь > нищета

  • 7 нужда

    -ы, πλθ. нужды θ.
    1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•

    терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •

    2. ανάγκη, χρεία•

    без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•

    у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•

    испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•

    для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.

    3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.
    εκφρ.
    - ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•
    - ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > нужда

  • 8 штрих

    α.
    1. γραμμή (σχεδίου ιχνογράφι-σης)• μολυβιά• κοντύλια• πενιά• πινελιά.
    2. μτφ. λεπτομέρεια.• πτυχή• πλευρά•

    до последнего -ά μέχρι τελευταία λεπτομέρεια•

    добавить ещё один штрих к характеристике προσθέτω α-ακόμα μια λεπτομέρεια στην ατομική έκθεση.

    Большой русско-греческий словарь > штрих

  • 9 Abject

    adj.
    P. and V. ταπεινός.
    Of things extreme: P. and V. ἔσχατος.
    Abject poverty: P. μυρία πενία, ἡ (Plat.), πολλὴ ἔνδεια, ἡ (Dem.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abject

  • 10 Beggary

    subs.
    Ar. and P. πτωχεία, ἡ.
    Poverty: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beggary

  • 11 Indigence

    subs.
    P. and V. πενία, ἡ. πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ; see Poverty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indigence

  • 12 Narrow

    adj.
    P. and V. στενός, V. στενόπορος.
    met., illiberal: P. μικρόψυχος.
    Narrow means: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ); see Poverty.
    Have a narrow escape from: use P. and V. μόλις φεύγειν (acc.).
    So narrow was your escape: V. ὧδʼ ἔβητʼ ἐπὶ ξυροῦ (Eur., H.F. 630).
    So narrow an escape had Mitylene: P. παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου (Thuc. 3, 49).
    I had a narrow escape from being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν (Isoc. 388E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. συνγειν.
    Cut down: P. and V. συστέλλειν, συντέμνειν.
    V. intrans. P. and V. συνγεσθαι, συστέλλεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Narrow

  • 13 Need

    subs.
    P. and V. χρεία, ἡ.
    Lack: P. and V. σπνις, ἡ, πορία, ἡ, ἐρημία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, V. χηνία, ἡ.
    Poverty: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ.
    What is needful: P. and V. τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    Necessity: P. and V. νάγκη, ἡ.
    Difficulties: P. and V. τὰ δεινά.
    In time of need: P. and V. ἐν τῷ δέοντι, V. ἐν δέοντι.
    There is need of, v.:P. and V. δεῖ (gen.).
    There is further need of: P. προσδεῖ (gen.).
    Be in need of: see Need.
    Be in need, be poor: P. and V. πένεσθαι, πορεῖν.
    Needs: P. and V. τὰ ναγκαῖα (V. τναγκαῖα), τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. δεῖσθαι (gen.), V. χατίζειν (gen.), χρῄζειν (gen.).
    Lack: P. and V. σπανίζειν (gen.) (also pass. in V.), πορεῖν (gen.), P. ἐνδεῖν (or mid.) (gen.). V. πένεσθαι (gen.).
    Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).
    Needing: use also V. κεχρημένος (gen.).
    Need in addition: P. προσδεῖσθαι (gen.).
    You need not: use P. and V. οὐ δεῖ σε (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Need

  • 14 Neediness

    subs.
    P. and V. πορία, ἡ, πενία, ἡ; see Poverty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Neediness

  • 15 Penury

    subs.
    πορία, ἡ, πενία, ἡ, χρεία, ἡ, V. χρημτων χηνία, ἡ; see Poverty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Penury

  • 16 Poverty

    subs.
    P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, ἀχρηματία, ἡ, V. χρημτων χηνία, ἡ.
    Poverty is a sad thing: V. κακὸν τὸ μὴ ʼχειν (ἔχειν) (Eur., Phoen. 405).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Poverty

  • 17 Want

    subs.
    P. and V. χρεία, ἡ.
    Lack: P. and V. σπνις, ἡ, πορία, ἡ, ἐρημία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ, V. χηνία, ἡ.
    Poverty: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ.
    To roam in want: V. βιοστερὴς χωρεῖν (Soph., O. C. 747).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμία, ἡ.
    Yearning for something absent: P. and V. πόθος, ὁ (Plat. but rare P.); see Desire.
    Wants, necessaries: P. and V. τὸ δέον, τὰ δέοντα.
    For want of a little word I was left to wander in exile: V. ἀλλʼ ἔπους σμικροῦ χάριν φυγὰς... ἠλώμην (Soph., O. C. 443).
    ——————
    v. trans.
    Lack: P. and V. σπανίζειν (gen.) (also pass. in V.), πορεῖν (gen.), P. ἐνδεῖν (or mid.) (gen.), V. πένεσθαι (gen.).
    Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).
    Require: P. and V. δεῖσθαι (gen.), V. χρῄζειν (gen.), χατίζειν (gen.).
    Wanting: use also V. κεχρημένος (gen.).
    Want besides, P. προσδεῖσθαι (gen.).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.), ἐφεσθαι (gen.), ὀρέγεσθαι (gen.); see Desire.
    absol. or with infin.: P. and V. ἐπιθυμεῖν, βούλεσθαι, Ar. and P. ἐθέλειν; see Wish.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Want

  • 18 fakirlik

    φτώχεια, ανέχεια, πενία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > fakirlik

  • 19 mızrap

    (arac) πένα, (vurus) πενιά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mızrap

  • 20 parasızlık

    απορία, πενία, αναπαραδιά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > parasızlık

См. также в других словарях:

  • πενία — πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc/acc dual πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek

  • πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek

  • πενιά — η 1. το χτύπημα χορδής με πένα. 2. το χάραγμα με γραφίδα: Ούτε πενιά δεν μπόρεσα να βάλω σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενία — η φτώχεια, απορία, ανέχεια, στέρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πενία σοφίην ἔλαχεν. — См. Голь на выдумки хитра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πενία δὲ σοφίαν ἔλαχε. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πενίας — πενίᾱς , πενία poverty fem acc pl πενίᾱς , πενία poverty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»