Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
πεντά-κλῑνος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τετράκλινος — η, ο / τετράκλινος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο») μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά… … Dictionary of Greek
πεντάκλινος — η, ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, ον, ΝΑ (για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά κλινος] … Dictionary of Greek