Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
πεδι-ακός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
χρειακός — και χρεακός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρειακοί τα μέλη τού πληρώματος ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεία + κατάλ. ακός (πρβλ. κυρι ακός, πεδι ακός)] … Dictionary of Greek