Перевод: с немецкого на все языки
πεδίοιο
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Πεδίοιο — Πεδίον plain neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδίοιο — πέδιον neut gen sg (epic) πεδάω bind with fetters pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) πεδίον plain neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… … Dictionary of Greek
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
κροαίνω — (Α) (μόνο μτχ. ενεστ.) κροαίνων, ουσα, αῑνον 1. (για άλογο) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος («θείη πεδίοιο κροαίνω», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ τη χορδή μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κρούω] … Dictionary of Greek
κυδιώ — κυδιῶ, άω (Α) 1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ 2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. τής μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ … Dictionary of Greek
τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… … Dictionary of Greek