Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παῦρος

  • 1 Few

    adj.
    P. and V. ὀλγος, Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    In a few words: P. βραχέως, διʼ ὀλίγων, ἐν βραχέσι, διὰ βραχέων, P. and V. ἐν βραχεῖ, συντόμως, V. βραχεῖ μύθῳ.
    Some few: P. ὀλίγοι τινές.
    A few, some: Ar. and P. ἔνιοι; see Some.
    In few places: P. ὀλιγαχοῦ.
    Few times: P. and V. ὀλιγκις.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Few

  • 2 Limited

    adj.
    Short: P. and V. βραχύς.
    Small: P. and V. ὀλγος, μικρός, σμικρός. Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    Narrow: P. and V. στενός.
    From a small and limited space: P. ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ (Thuc. 7, 49).
    Owing to the limited space: P. διὰ τὴν στενοχωρίαν (Thuc. 4, 30).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Limited

  • 3 Little

    adj.
    P. and V. μικρός, σμικρός.
    Few: P. and V. ὀλγος, Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    Short: P. and V. βραχύς.
    Slight: P. and V. λεπτός.
    Little or nothing: P. μικρὰ καὶ οὐδέν (Dem. 260).
    Young: P. and V. νήπιος, V. τυτθός; see Young.
    Mean, petty: P. and V. φαῦλος.
    ——————
    adv.
    With comparatives: P. and V. μικρῷ, σμικρῷ, Ar. and P. ὀλγῳ.
    A little: P. and V. ὀλγον, μικρόν, σμικρόν, V. βαιόν.
    Hardly at all: P. and V. μόλις, μόγις.
    Moderately: P. and V. μέσως, μετρίως; see Slightly.
    Little by little: Ar. and P. κατὰ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    Within a little, nearly: Ar. and P. ὀλγου, P. ὀλίγοῦ δεῖν, μικροῦ.
    Be within a little of: P. εἰς ὀλίγον ἀφικνεῖσθαι (infin.), παρὰ μικρὸν ἔρχεσθαι (infin.); see under Ace.
    Think little of: P. ὀλιγωρεῖν (gen.); see Despise.
    Not a little: P. and V. οὐχ ἥκιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Little

См. также в других словарях:

  • παῦρος — little masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • παῦρον — παῦρος little masc/fem acc sg παῦρος little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦρα — παῦρος little neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦροι — παῦρος little masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρότερον — παῡρότερον , παῦρος little adverbial comp παῡρότερον , παῦρος little masc acc comp sg παῡρότερον , παῦρος little neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • παυροτέρας — παῡροτέρᾱς , παῦρος little fem acc comp pl παῡροτέρᾱς , παῦρος little fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυροτέρων — παῡροτέρων , παῦρος little fem gen comp pl παῡροτέρων , παῦρος little masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦρ' — παῦρα , παῦρος little neut nom/voc/acc pl παῦρε , παῦρος little masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύρος — καῡρος και καυρός, α, ον (Α) κακός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»