Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πατρόϑεν

  • 1 Father

    subs.
    P. and V. πατήρ, ὁ, γεννήτωρ, ὁ (Plat.), ὁ φυτεύσας (rare P.), ὁ φσας (rare P., also Ar.), V. ὁ τεκών.
    Of a father, adj.: P. and V. πατρῷος.
    Loving one's father: V. φιλοπτωρ.
    Kill a father, v.: V. πατροκτονεῖν.
    Having the same father, adj.: P. ὁμοπάτριος.
    On the father's side: P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    ——————
    v. trans.
    Father upon, ascribe to: P. and V. προστιθέναι (τινί τι), ναφέρειν (τι εἴς τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα); see Impute.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Father

  • 2 Side

    subs.
    Of animals: P. and V. πλευρά, ἡ (generally pl.), Ar. and V. πλευρόν, τό (generally pl.).
    From the side: V. πλευρόθεν.
    Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.
    Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).
    Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).
    Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).
    Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.
    Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.
    On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ριστερᾶς; see Left.
    On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.
    On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.
    On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.
    On which of two sides: P. ποτέρωθι.
    On all sides: Ar. and P. πάντη, ἡ, P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    From all sides: P. and V. πάντοθεν (Plat., Andoc. Isae.), Ar. and P. πανταχόθεν.
    Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).
    On the father's side ( of relationship): P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).
    By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.
    From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.
    Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).
    On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).
    Side by side: use together.
    We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).
    Party, faction: P. and V. στσις, ἡ.
    I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).
    Attach to one's side, v.: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι προστθεσθαι.
    Change sides: P. μεθίστασθαι.
    Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.
    Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).
    You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).
    On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).
    I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).
    There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).
    Leave on one side: P. and V. παριέναι; see Omit.
    ——————
    adj.
    P. πλάγιος.
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Side with: P. and V. προστθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετ (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.
    Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).
    Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Side with the Persians: P. Μηδίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side

См. также в других словарях:

  • πατρόθεν — from indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρόθεν — Α επίρρ. 1. από τον πατέρα 2. μαζί με το πατρικό όνομα («ἐν στήλη ἀναγραφῆναι πατρόθεν ὡς ἀνδράσιν ἀγαθοῑσι γενομένοις», Ηρόδ.) 3. από την πλευρά τού πατέρα, από πατέρα («εἴπερ ἔστ ἐμὸς τὰ πατρόθεν», Σοφ.) 4. κατά πατρική προέλευση («πατρόθεν… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ИМЯ, НОМЕН — •Nomen. I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια). По древнему обычаю, сыну,… …   Реальный словарь классических древностей

  • отьчьскыи — (139) пр. 1.Пр. к отьць в 1 знач.: вѣры же ради ѥже въ х(с)а. оц҃ьскоѥ б҃атьство ѡставль и бы(с) мнихъ. ПрЛ 1282, 70в; Егда припадаѥши предъ б҃мь въ мл҃тве. такъ бѹди въ помыслѣ своѥмь. аки мрави˫а… и ˫ако дѣтищь нѣмѹ˫а. да сподобиши промышлени˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Имя —    • Nomen.     I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια, Амфидромия). По древнему обычаю, сыну, особенно старшему, давалось И …   Реальный словарь классических древностей

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • κυδαίνω — (AM) [κύδος] δίνω σε κάποιον τιμή και δόξα, λαμπρύνω, δοξάζω («πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, πάντας κυδαίνων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ευφραίνω, τέρπω («κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος», Ομ. Οδ.) 2. (σπάνια με κακή σημασία) κολακεύω («μέγα… …   Dictionary of Greek

  • πατριστί — Α επίρρ. πατρόθεν, από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • πατρωνύμιος — ον, Α [πατρώνυμος] 1. αυτός που ονομάζεται, που παίρνει το όνομα του από το όνομα τού πατέρα του, κατ επέκτ. αυτός που προέρχεται από την πλευρά τού πατέρα («τὸ πατρωνύμιον γένος ἡμέτερον», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πατρωνύμιον από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»