Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
πασέων
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
πασέων — πᾱσέων , πᾶς papa fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ITHACA — vulgo Val di Compare, Turc. Phiachi, Graec. Theaehi, ins. in mari Ionio. ante Epirum, Ulyssis patria. In ea est urbs eiusdem nominis. Item mons Neritos, a quo tota ins. interdum Neritos dicta est. In hac lepores non vivunt. Baudr. Plin. l. 8. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
καλλιστεύω — (AM) [κάλλιστος] μσν. (αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας αρχ. 1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek