-
1 παρφασις
-
2 βιαω
1) с силой толкать; pass. вырываться, прорываться(πῦρ ἔκ τινος βεβιημένος Anth.)
2) med. с силой швырять, выкидывать(τινα ἐπὴ χέρσου Hom.)
3) нападать, настигать, постигать(ἄχος βεβίηκέ τινα Hom.; θανάτῳ βιηθεὴς ἢ νούσῳ Her.)
ἀνέμῳ βιώμενος Her. — подхваченный ветром4) med. чинить насилия, грабить(τινα Hom.)
β. τινα μισθόν Hom. — присвоить себе чьё-л. вознаграждение5) med. теснить (в бою), одолевать(τινα Hom.)
ψεύδεσσι βιησάμενός τινα Hom. — перехитрив кого-л.6) med. насиловать(παρθένον Her.)
7) med. губить; перен. помрачать(πάρφασις τὸ λαμπρὸν βιᾶται Pind.)
8) med. с силой увлекать, непреодолимо тянуть(βιᾶται ἁ τάλαινα πειθώ Aesch.)
-
3 οαριστυς
См. также в других словарях:
πάρφασις — άσεως, ή, Α (ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι) … Dictionary of Greek
πάρφασις — παράφασις address fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek