-
1 παρεμφαινω
1) показывать мимоходом или одновременно, заодно(τέν αὑτοῦ ὄψιν Plat.)
2) pass. отражать в себе(παρεμφαινόμενον ὕδωρ Arst.)
3) обнаруживать, показыватьπαρενέφαινον ὡς εἰδότες τι Polyb. — они показали, что знают кое-что;
pass. — показываться, обнаруживаться, являться Arst. -
2 παρεμφαίνω
2 generally, suggest, indicate, Arist.Aud. 801b13, Chrysipp.Stoic.2.52, 245, Plb.12.24.2, Phld.l.c., D.H.Comp.6, Plu.Per.16, 2.107e, A.D.Adv. 204.22, Synt.9.22 :—[voice] Pass., Ph.1.488, A.D.Pron.11.28.3 π. ὀσμήν τινος show the smell of, i.e. smell like , Dsc.1.47 ; π. σμύρνης ib. 61.II [voice] Pass., appear in a thing incidentally, Arist.de An. 429a 20, Ph. 212a8, 224a1 ; of water, appear at the same time, Id.Pr. 932b23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεμφαίνω
-
3 παρεμφαίνω
παρ-εμ-φαίνω, daneben zeigen od. sehen lassen; daneben sich zeigen, erscheinen; παρεμφαινόμενον ὕδωρ, Wasser, in welches das Bild eines danebenstehenden Gegenstandes fällt. Beiläufig od. zugleich andeuten; anzeigen; sich zeigen, erscheinen; auch: ähnlich sein, eigtl. etwas durchblicken lassen -
4 ἀπαρέμφατος
A not determinative or indicative, c. gen., A.D.Synt.239.8, cf. Herm.in Phdr. p.124A., Ps.-Alex.Aphr.in.SE36.17. Adv.- τως Hsch.
II ἡ ἀπαρέμφατος (sc. ἔγκλισις ) the infinitive mood (cf. παρεμφατικός), D.H.Comp.5, A.D.Synt.226.20, Ps.-Alex.Aphr. in SE34.28;τὸ ἀ. S.E.P.1.204
. Adv. - τως in the infinitive mood, ἀναγνῶναι take as an infinitive, A.D.Synt.76.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρέμφατος
См. также в других словарях:
παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν … Dictionary of Greek
ПРЕДСТАВИТЕЛЬ — Славянизмы, попавшие в русский литературный язык древнейшей эпохи, давали жизнь непроизводным и производным основам, которые затем приспособлялись для выражения разнообразных значений в разных лексических системах русского языка, вступая в… … История слов
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek
παρέμφαση — η / παρέμφασις, άσεως, ΝΑ [παρεμφαίνω] γραμμ. διασαφήνιση τής σημασίας μιας λέξης με το πρόσωπο, τον αριθμό και την έγκλιση νεοελλ. 1. παρουσίαση με έμμεσο τρόπο, υποδήλωση 2. παρουσίαση τού βαθύτερου, κρυφού νοήματος ενός πράγματος, υπόδειξη αρχ … Dictionary of Greek
παρεμφανίζω — Α [εμφανίζω] παρεμφαίνω* … Dictionary of Greek
παρεμφατικός — ή, ό / παρεμφατικός, ή, όν ΝΑ [παρεμφαίνω] φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις» γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
παρυποδύνω — Α [υποδύνω] παρεμφαίνω … Dictionary of Greek
συμπαρεμφαίνομαι — Α [παρεμφαίνω] 1. εκφράζομαι συγχρόνως 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ως συνέπεια … Dictionary of Greek