Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

παρείς

  • 1 Overstep

    v. trans.
    P. and V. παραβαίνειν, περβαίνειν. ἐκβαίνειν, P. ὑπερπηδᾶν, παρέρχεσθαι, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι; see also Transgress.
    Having overstepped the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον (Eur., Alc. 939).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Overstep

  • 2 Pass

    v. trans.
    Hand on: P. and V. παραδιδόναι.
    Passing ( the children) on through a succession of hands: V. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν (τέκνα) (Eur., Hec. 1159).
    Pass ( word or message): P. and V. παραφέρειν, παραγγέλλειν, παρεγγυᾶν (Xen.).
    Go past: P. and V. παρέρχεσθαι, P. παραμείβεσθαι (Plat.), Ar. and V. περᾶν, V. παραστείχειν.
    Sail past: P. παραπλεῖν, παρακομίζεσθαι.
    Go beyond ( of time or place): P. and V. παρέρχεσθαι, Ar. and V. περᾶν (Eur., And. 102).
    Having passed the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχισις (Thuc. 7, 6).
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Cross: P. and V. περβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, περβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, διέρχεσθαι, P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.
    Pass ( time): P. and V. διγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρβειν, Ar. and P. διατρβειν (with acc. or absol.), κατατρβειν, V. ἐκτρβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν, Ar. and V. γειν.
    Pass time in a place: Ar. and P. ἐνδιατρβειν (absol.).
    Pass a short time with a person: P. σμικρὸν χρόνον συνδιατρίβειν (dat.) (Plat., Lys. 204C).
    Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).
    Pass ( accounts): P. ἐπισημαίνεσθαι (εὐθύνας) (Dem. 310).
    Pass ( a law), of the lawgiver: P. and V. τιθέναι (νόμον); of the people: P. and V. τθεσθαι (νόμον).
    Pass sentence: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον διαφέρειν, ψῆφον τθεσθαι, P. δίκην ψηφίζεσθαι.
    Pass sentence on: see Condemn.
    Never would they have lived thus to pass sentence on another man: V. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατʼ ἄλλου φωτὸς ὧδʼ ἐψήφισαν (Soph., Aj. 648).
    V. intrans. P. and V. ἔρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, περᾶν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).
    A goddess shall be struck by mortal hand unless she pass from my sight: V. βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ χερὶ εἰ μὴ ʼξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν (Eur., Or. 271).
    Let pass: P. and V. ἐᾶν; see admit, let slip.
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Go by: P. and V. παρέρχεσθαι, V. παρήκειν.
    Go by ( of time): P. προέρχεσθαι.
    Elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι.
    Expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν; see also under past.
    Disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.).
    Pass ( of a law): P. and V. νικᾶν.
    Be enacted: P. and V. κεῖσθαι.
    Pass along: P. ἐπιπαριέναι (acc.).
    Pass away: P. and V. πέρχεσθαι, παρέρχεσθαι.
    This decree caused the danger that lowered over the city to pass away like a cloud: P. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος (Dem. 291).
    met., disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.), Ar. and V. ἔρρειν (also Plat. but rare P.).
    Have passed away, be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (also Plat. but rare P.).
    Pass by: see pass, v. trans.
    met., neglect: P. and V. μελεῖν; see Neglect, Omit.
    Pass from ( life): P. and V. παλλάσσεσθαι βίου, V. μεταστῆναι βίου.
    Pass into: see Enter.
    Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς acc., or ἐπί acc.); see Change.
    Pass off: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.
    Pass away: see pass away.
    Pass on: P. προέρχεσθαι, P. and V. προβαίνειν.
    Pass out of: V. ἐκπερᾶν (acc. or gen.).
    Pass over, omit: P. and V. παριέναι, παραλείπειν, ἐᾶν; see Omit.
    Pass over in silence: P. and V. σιγᾶν (acc.), σιωπᾶν (acc.), V. διασιωπᾶν (acc.).
    Slight: see Slight.
    Pass through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), Ar. and V. διεκπερᾶν (acc.), διαπερᾶν (acc.) (rare P.).
    Travel through: Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), P. διαπορεύεσθαι (acc.).
    Pass through, into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).
    Pierce: see Pierce.
    Of time (pass through life, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διαπερᾶν (also Xen. but rare P.).
    met., endure: P. and V. διεξέρχεσθαι; see Endure.
    Bring to pass: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, διαπράσσειν (or mid. in P.); see Accomplish.
    Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, παραπίπτειν, γίγνεσθαι, τυγχνειν, συντυγχνειν; see Happen.
    ——————
    subs.
    Defile: P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), P. στενόπορα, τά, στενά, τά, πάροδος, ἡ, V. στενωπός, ἡ.
    Safe conduct: Ar. and P. δίαδος, ἡ, P. ἄδεια, ἡ, P. and V. ἀσφλεια, ἡ.
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ; see also predicament.
    Having come to so sore a pass: V. εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος (Eur., I.A. 453).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pass

См. также в других словарях:

  • παρεῖς — πάρειμι 1 sum pres ind act 2nd sg (ionic) πείρω pierce aor subj pass 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρείς — παρίημι let fall at the side aor part act masc nom/voc sg πείρω pierce aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρεῖς — λῑπαρεῖς , λιπαρέω persist pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem acc pl λῑπαρεῖς , λιπαρής persisting masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω …   Dictionary of Greek

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • όρσε — επιφών. 1. (με σκωπτική ή υβριστική σημ.) ορίστε, ιδού, να 2. χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνοδεύει υβριστική χειρονομία 3. φρ. α) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» λέγεται γι αυτούς που κάνουν κάτι άκαιρα ή αδέξια β) «όρσε να τά πάρεις μόνος σου» δεν …   Dictionary of Greek

  • Κάουφμαν, Τζορτζ Σ — (George S. Kaufman, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1889 – Νέα Υόρκη 1961). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Άσκησε την ισχυρότερη επίδραση και σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες απ’ όλους τους ανθρώπους του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»