-
1 запальчивость
запальчив||остьж ἡ παράφορα, ἡ ὀρμή, ἡ ἔξαψη [-ις]:в \запальчивостьости στήν παράφορα. -
2 запал
запал 1-а α.1. εμπυρείο, εμπύρευμα, καψούλι.2. έξαψη, παράφορα.εκφρ.под – (απλ.) στην παράφορα.запал 2-а α.άσθμα των υποζυγίων, λαχάνιασμα, πνευστίαση, εμφύσημα•лошадь с -ом άλογο ασθματικό (ή με εμφύσημα).
запал 3-а α. (για σιτηρά) κάψιμο (από ξηρασία, λίβα). -
3 аффект
(психол.) η παράφοραв состоянии - а σε -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аффект
-
4 азарт
азартм ἡ μανία, τό πάθος τοῦ παιχνιδιού:входить в \азарт μέ πιάνει τό πάθος; в \азарте στήν παράφορα. -
5 безумно
безу́м||нонареч τρελλά, παράφορα, μέχρι τρέλλας. -
6 бешенство
бешен||ствос1. (заболевание) ἡ λύσσα;2. (неистовство) ἡ παράφορα, ἡ μανία. -
7 буиство
бу́и́ствос ἡ παραφορά, ὁ θορυβώδης καυγᾶς. -
8 влюбляться
влюблятьсянесов (в кого-л.) ἐρωτεύομαι:\влюбляться по уши разг ἐρωτεύομαι τρελ-λά, ἐρωτεύομαι παράφορα. -
9 вспышка
вспышкаж1. ἡ ἀναλαμπή, ἡ λάμψη, τό φέγγος, ἡ ἀνάφλεξη·2. перен τό ξέσπασμα, ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ παραφορά/ ἡ ὀργή (гнева). -
10 запальчиво
запальчив||онареч παράφορα, παρα-φόρως, σφοδρῶς. -
11 злость
злостьж ἡ κακία, ἡ κακοβουλία, ἡ κακεντρέχεια, ἡ μοχθηρία / ὁ θυμός, ἡ παράφορα, ἡ λύσσα (ярость):его́ \злость берет λυσσάει· говорить со \злостью ὁμιλώ μέ κακία. -
12 исступление
исступл||ениес ἡ Εξαλλη κατάσταση, ἡ παράφορα:доводить до \исступлениеения φέρνω σέ ἐξαλλη κατάσταση· приходить в \исступление γίνομαι Εξαλλος. -
13 неистово
неистов||онареч παράφορα, λυσσασμένα, μέ μανία, μανιωδώς. -
14 неистовство
неистов||ствос ἡ παράφορα, ἡ μανία, ἡ λύσσα:прийти́ в \неистовствоство φρενιάζω, μέ πιάνει λύσσα. -
15 порывистость
порывист||остьж1. ἡ ὀρμητικότης, ἡ σφοδρότητα [-ης]·2. перен ἀπότομος χαρακτήρας (движений)/ ἡ παράφορα (тк. человека). -
16 сгоряча
сгоряча́нареч разг πάνο στήν ἔξαψη, πάνω στήν παράφορα, πάνω στό θυμό. -
17 угар
угарм1. τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ·2. перен ἡ μέθή, ἡ παράφορα:в пьяном \угаре πάνω στό μεθύσι. -
18 head over heels
1) (completely: He fell head over heels in love.) παράφορα2) (turning over completely; headfirst: He fell head over heels into a pond.) ανάποδα -
19 tempestuously
adverb εκρηκτικά, παράφορα / θυελλωδώς -
20 буйство
[μπούΐστβα] ουσ. ο. παράφορα
См. также в других словарях:
παραφορά — παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc/acc dual παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾷ — παραφορά going aside fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek
παραφορά — η έντονη εκδήλωση συναισθήματος, έξαψη, ταραχή, παραφροσύνη: Πάνω στην παραφορά του δεν ήξερε τι έλεγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράφορα — (I) επίρρ. βλ. παράφορος. (II) τά, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα» … Dictionary of Greek
παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράν — παραφορά̱ν , παραφορά going aside fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράς — παραφορά̱ς , παραφορά going aside fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραῖς — παραφορά going aside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραί — παραφορά going aside fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾶς — παραφορά going aside fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)