-
1 παρατίθεμαι
полагаюπαρατίθεμαίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρατίθεμαι
-
2 παρατίθεμαί
предлагаюπαρατίθεμαιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρατίθεμαί
-
3 παρατίθεμαι
med. отдаю на хранение -
4 παρατείνω
См. также в других словарях:
παρατίθεμαι — παρατίθεμαι, παρατέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρατίθεμαι — παρατίθημι place beside pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek