-
1 totter
['totə](to move unsteadily as if about to fall: The building tottered and collapsed; He tottered down the road.) κλονίζομαι / παραπαίω, τρικλίζω -
2 брести
бреду, бредешь, παρλθ. χρ. брел, брела, -ло, ρ.δ.τρικλίζω, παραπαίω, σέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία•брести по грязи ποδοσέρνομαι στη λάσπη.
-
3 вихлять
ρ.δ.(απλ.) τρικλίζω, παραπαίω. || στρίβω, γυρίζω, κινώ πότε απ’ εδώ, πότε ατί’ εκεί•вихлять рулем πηδαλιούχου.
ταλαντεύομαι, κινούμαι, πηγαίνω πέρα-δώθε•колесо -ется ο τροχός πηγαίνει πέρα-δώθε.
-
4 перевалец
-льца α: ходить (идти)с -льцем τρικλίζω, παραπαίω. -
5 петлять
-яго, -яешьρ.δ.1. βαδίζω τρικλίζοντας, διαγράφω οχτάρια, παραπαίω.2. μτφ. μιλώ με περιστροφές. -
6 писать
пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -оεπιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.μ. κ. αμ.1. γράφω•писать буквы γράφω γράμματα•
писать цифры γράφω αριθμούς•
писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•
писать мелом γράφω με κιμωλία•
писать чернилами γράφω με μελάνη•
перо не -ет η πένα δε γράφει•
писать заявление γράφω αίτηση•
писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.
|| συγγράφω•-рассказы γράφω διηγήματα.
|| συνθέτω•писать оперу γράφω μελόδραμα.
2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.
3. ζωγραφίζω•картину ζωγραφίζω πίνακα•
писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.
|| παρασταίνω.εκφρ.писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).γράφομαι. -
7 плести
плету, плетшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. плетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: -тён, -тена, -теноρ.δ.μ.1. πλέκω•плести корзину πλέκω καλάθι•
плести венки πλέκω στεφάνια•
плести косу πλέκω κοσιδα (πλεξούδα)•
плести кружева πλέκω δαντέλες.
2. μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, εξυφαίνω. || διαδίνω. || λέγω ανοησίες.1. πλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αργοβαδίζω παραπαίω, τρικλίζω.εκφρ.плести в обозе ή в хвост – σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός. -
8 проплестись
ρ.σ. τρικλίζω, παραπαίω. -
9 flounder
1) παραδέρνω2) παραπαίω
См. также в других словарях:
παραπαίω — strike on the side pres subj act 1st sg παραπαίω strike on the side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίω — βλ. πίν. 40 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… … Dictionary of Greek
παραπαίετε — παραπαίω strike on the side pres imperat act 2nd pl παραπαίω strike on the side pres ind act 2nd pl παραπαίω strike on the side imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαιόντων — παραπαίω strike on the side pres part act masc/neut gen pl παραπαίω strike on the side pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαῖον — παραπαίω strike on the side pres part act masc voc sg παραπαίω strike on the side pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίει — παραπαίω strike on the side pres ind mp 2nd sg παραπαίω strike on the side pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίομεν — παραπαίω strike on the side pres ind act 1st pl παραπαίω strike on the side imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίοντα — παραπαίω strike on the side pres part act neut nom/voc/acc pl παραπαίω strike on the side pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίοντι — παραπαίω strike on the side pres part act masc/neut dat sg παραπαίω strike on the side pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίουσι — παραπαίω strike on the side pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπαίω strike on the side pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)