-
1 παραμενω
поэт. παρμένω1) оставатьсяπαράμεινον τὸν βίον ἡμῖν Arph. — оставайся навсегда с нами;παραμείνατέ μοι τοσοῦτον χρόνον Plat. — побудьте со мной немного2) (стойко или упорно) держаться(μάχαις Pind.)
3) сохраняться, длиться(οὕτω μοι δοκεῖ ἥ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν Xen.)
ἥ ἀεὴ παραμένουσα (sc. φύσις) Eur. — неотъемлемые природные качества4) оставаться в живых, выживать(τέκνα παραμείναντα Her.)
-
2 παραμένω
(αόρ. παρέμεινα) αμετ.1) в разн. знач оставаться; пребывать, находиться; παρέμεινε πέντε μέρες στην πόλη μας он остался на пять дней в нашем городе;παραμένω εις την υπηρεσίαν — оставаться на службе;
παραμένω εν αγνοία — пребывать в неведении;
παραμένω πιστός — оставаться верным;
2) оставаться, находиться где-л. слишком долго, задерживаться;παραμείνατε 6*ξω και θα κρυώσατε — вы долго были на улице и, наверно, простудились
-
3 παραμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραμένω
-
4 παραμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραμένω
-
5 παραμένω
оставаться, пребывать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραμένω
-
6 παραμένω
παρα|μένω 1. оставаться возле, быть у кого; 2. оставаться в живых; длиться -
7 παραμενῶ
останусьостанусь уΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραμενῶ
-
8 παραμένω
[парамэно] ρ оставаться, проживать. -
9 παραμιμνω
-
10 παρμενω
-
11 ξυμπαραμενω
-
12 προσπαραμενω
-
13 συμπαραμενω
-
14 θεατής
ο зритель;παραμένω απλός θεατής — оставаться зрителем, быть сторонним наблюдателем, не вмешиваться
-
15 στρατώνας
[-ων (-ωνος)] ο казарма;παραμένω στο στρατώνα — быть на казарменном положении
-
16 παραμονή
παραμονή ηканун праздникаЭтим.< дргр. παραμένω «оставаться, пребывать, находиться» -
17 3887
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3887
См. также в других словарях:
παραμένω — 1 παρέμεινα βλ. πίν. 178 2 παράμεινα βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: παραμένω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά και με αόρ. παρέμεινα σημαίνει → μένω για ορισμένο χρόνο κάπου ή μένω στην ίδια κατάσταση. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → μένω κάπου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμένω — stay beside pres subj act 1st sg παραμένω stay beside pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμενῶ — παραμένω stay beside fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… … Dictionary of Greek
παραμένω — παρέμεινα και παράμεινα 1. μένω κοντά ή κάπου: Παραμένει κοντά στους δικούς της. 2. διατηρούμαι, συνεχίζω: Η κατάσταση του άρρωστου παραμένει η ίδια. 3. μένω περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράμεινες έξω χωρίς πανωφόρι και θα κρυολογήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμένῃ — παραμένω stay beside pres subj mp 2nd sg παραμένω stay beside pres ind mp 2nd sg παραμένω stay beside pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμεινάντων — παραμένω stay beside aor part act masc/neut gen pl παραμένω stay beside aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμεμενηκότα — παραμένω stay beside perf part act neut nom/voc/acc pl παραμένω stay beside perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμεμένηκε — παραμένω stay beside perf imperat act 2nd sg παραμένω stay beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)