Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραλείπω

См. также в других словарях:

  • παραλείπω — leave on one side pres subj act 1st sg παραλείπω leave on one side pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλείπω — παραλείπω, παρέλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • παραλείπω — παρέλειψα, παραλείφθηκα, αφήνω κάτι στη μέση, εξαιρώ, παρασιωπώ σκόπιμα ή από λάθος: Παρέλειψα να σας ενημερώσω αμέσως. – Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλελειμμένα — παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc pl παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc/acc dual παραλελειμμένᾱ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλείπῃ — παραλείπω leave on one side pres subj mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres ind mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπομένων — παραλείπω leave on one side pres part mp fem gen pl παραλείπω leave on one side pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπόμενον — παραλείπω leave on one side pres part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλειπόντων — παραλείπω leave on one side pres part act masc/neut gen pl παραλείπω leave on one side pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελειμμέναι — παραλείπω leave on one side perf part mp fem nom/voc pl παραλελειμμένᾱͅ , παραλείπω leave on one side perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελειμμένον — παραλείπω leave on one side perf part mp masc acc sg παραλείπω leave on one side perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»