-
1 прослушивать
1. (что-л. от начала до конца, проводить какое-л. время слушая) ακούω 2. (определять по звуку состояние чего-л., воспринимать слухом.) ακούω 3. мед. ακούω, ακροώμαι 4. (слушая, не воспринимать, не услышать) παρακούω, δεν ακούω 5. (проходить курс какой-л. науки, слушая лекции) παρακολουθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослушивать
-
2 ослышаться
ослышатьсясов παρακούω. -
3 прослушать
прослушатьсов1. см. прослушивать·2. (не услышать) παρακούω, δέν ἀκούω. -
4 ослышаться
[ασλύσατ'σα] ρ. παρακούω -
5 прослушать
[πρασλούσατ'] ρ. παρακούω -
6 ослышаться
[ασλύσατ'σα] ρ παρακούω -
7 прослушать
[πρασλούσατ'] ρ παρακούω -
8 недослышать
-шу, -шишьρ.σ.1. δεν ακούω καλά, παρακούω•он -ал, что ему сказали αυτός δεν άκουσε καλά τι του είπαν.
2. βαριακούω, είμαι βαρύκοος• κουφίζω. -
9 ослышаться
-шусь, -щишьсяρ.σ. παρακούω, ακούω εσφαλμένα. -
10 проронить
-роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пророненный, βρ: -нен, -а, -оκ. пророненный, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. λέγω, προφέρω, εκφέρω, εκστομιζω•за весь вечер он не -ил ни слова όλο το βράδυ δεν έβγαλε μιλιά (ούτε μια λέξη).
2. παρακούω, αφήνω να μου διαφύγει (την ακοή).(διαλκ.) χάνω.εκφρ.не проронить слёзы; не проронить (ни) слезинки – δε χύνω δάκρυα.• δε χύνω (ούτε) ένα δακράκι. -
11 прослушать
ρ.σ.μ.1. ακούω•прослушать оперу ακούω μελόδραμα.
2. ακροώμαι•прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•
прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).
3. παρακολουθώ•прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.
5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
παρακούω — παρακούω, παράκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: παρακούω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά σημαίνει → δεν υπακούω, ενώ ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει ακούω πολύ καλά (σε εκφρ. όπως: ακούω και παρακούω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακούω — hear beside pres subj act 1st sg παρακούω hear beside pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… … Dictionary of Greek
παρακούω — παράκουσα, παρακούστηκα 1. δεν ακούω καλά, ακούω λάθος: Παρακούει η γιαγιά και μας λέει άλλα γι άλλα. 2. δεν ακούω, απειθώ, αρνιέμαι να υπακούω: Στις κατασκηνώσεις δε γίνονται δεχτοί όσοι παρακούνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακούσουσιν — παρακούω hear beside aor subj act 3rd pl (epic) παρακούω hear beside fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακούω hear beside fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακούῃ — παρακούω hear beside pres subj mp 2nd sg παρακούω hear beside pres ind mp 2nd sg παρακούω hear beside pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηκουσμένα — παρακούω hear beside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρηκουσμένᾱ , παρακούω hear beside perf part mp fem nom/voc/acc dual παρηκουσμένᾱ , παρακούω hear beside perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακουσάντων — παρακούω hear beside aor part act masc/neut gen pl παρακούω hear beside aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακουόντων — παρακούω hear beside pres part act masc/neut gen pl παρακούω hear beside pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακούει — παρακούω hear beside pres ind mp 2nd sg παρακούω hear beside pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακούοντα — παρακούω hear beside pres part act neut nom/voc/acc pl παρακούω hear beside pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)