-
1 παρακατατιθεμαι
1) отдавать на хранение(τινί τι Her., Plat.)
2) поручать (охране), вверять(τοὺς παῖδας τοῖς διδασκάλοις Aeschin.; τέν πόλιν τῇ Ἀθηνᾷ Plut.)
3) выставлять, подвергатьτὰ σώματα π. διακινδυνεύειν Aeschin. — рисковать жизнью
-
2 παρακατατίθεμαι
med. отдаю на хранение, передаю
См. также в других словарях:
παρακατατίθεμαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθεμένων — παρακατατίθεμαι aor part mid fem gen pl παρακατατίθεμαι aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθέμενον — παρακατατίθεμαι aor part mid masc acc sg παρακατατίθεμαι aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθώμεθα — παρακατατίθεμαι aor subj mp 1st pl παρακατατίθεμαι aor subj mid 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατεθέντα — παρακατατίθεμαι aor part pass neut nom/voc/acc pl παρακατατίθεμαι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατιθεμένων — παρακατατίθεμαι pres part mp fem gen pl παρακατατίθεμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατιθέμεθα — παρακατατίθεμαι pres ind mp 1st pl παρακατατίθεμαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατιθέμεναι — παρακατατίθεμαι pres part mp fem nom/voc pl παρακατατίθεμαι pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατιθέμενον — παρακατατίθεμαι pres part mp masc acc sg παρακατατίθεμαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατατίθεσο — παρακατατίθεμαι pres imperat mp 2nd sg παρακατατίθεμαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατάθου — παρακατατίθεμαι aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric) παρακατατίθεμαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)