Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παπούτσι

  • 1 παπούτσι

    [папуци] ουσ. о. туфля, обувь.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παπούτσι

  • 2 налезать

    налезать
    несов, налезть сов разг (об обуви, одежде) μπαίνω, χωράω:
    ботинок не налеза́ет τό παπούτσι δέν μοῦ μπαίνει, τό παπούτσι δέν χωράει στό πόδι μου· пальто́ не налезает τό ἐπανωφόρι δέν μοῦ μπαίνει.

    Русско-новогреческий словарь > налезать

  • 3 башмак

    башмак
    л
    1. τό ὑπόδημα, τό παπούτσί
    2. тех. ὁ ἐποχλεύς:
    тормозной \башмак τό φρένο, ἡ τροχοπέδη; ◊ держать под \башмако́м σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, ἔχω κάποιον ὑποχείριο, κρατώ σούζα.

    Русско-новогреческий словарь > башмак

  • 4 ботинок

    ботинок
    м τό παπούτσι, τό ὑπόδημα.

    Русско-новогреческий словарь > ботинок

  • 5 обувь

    обувь
    ж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:
    женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > обувь

  • 6 согнуть

    согну́ть
    сов см. гнуть 1 и сгибать· ◊ \согнуть кого́-л. в бараний рог βάζω κάποιου τά δυό πόδια σ' ἕνα παπούτσι, κάνω κάποιον ἀρνάκι.

    Русско-новогреческий словарь > согнуть

  • 7 стаптывать

    стаптывать
    несов (обувь) στραβοπατώ τό παπούτσι.

    Русско-новогреческий словарь > стаптывать

  • 8 тереть

    тереть
    несов
    1. τρίβω:
    \тереть глаза (ру́ки) τρίβω τά μάτια (τά χέρια)·
    2. (натирать до блеска) γυαλίζω·
    3. (мельчить) τρίβω, κόβω, κοπανίζω:
    \тереть табак κόβω τόν καπνό· \тереть миндаль κοπανίζω ἀμύγδαλα· \тереть краски τρίβω τήν μπογιά· \тереть на терке τρίβω στον τρίφτη, ξύνω·
    4. (причинять боль) πληγώνω:
    ботинок трет τό παπούτσι μοὔκανε πληγή.

    Русско-новогреческий словарь > тереть

  • 9 башмак

    [μπασμάκ] ουσ. α παπούτσι

    Русско-греческий новый словарь > башмак

  • 10 ботинок

    [μπατίνοκ] ουσ. α. παπούτσι

    Русско-греческий новый словарь > ботинок

  • 11 стаптывать

    [σταπτυβάτ'] ρ. στραβοπατώ το παπούτσι

    Русско-греческий новый словарь > стаптывать

  • 12 башмак

    [μπασμάκ] ουσ α παπούτσι

    Русско-эллинский словарь > башмак

  • 13 ботинок

    [μπατίνοκ] ουσ α παπούτσι

    Русско-эллинский словарь > ботинок

  • 14 стаптывать

    [σταπτυβάτ'] ρ στραβοπατώ το παπούτσι

    Русско-эллинский словарь > стаптывать

  • 15 женский

    επ.
    γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•

    -ая обувь γυναικείο παπούτσι•

    женский труд γυναικεία εργασία•

    -ая хитрость γυναικεία πονηριά•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•

    женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•

    -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.

    || των θηλέων, για τα θήλεα•

    -ая школа παρθεναγωγείο•

    -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•

    -ие органы γυναικεία όργανα•

    -ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.

    εκφρ.
    - ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•
    женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•
    - ая логикаειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•
    женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•
    - ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•
    - ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή).

    Большой русско-греческий словарь > женский

  • 16 обувь

    θ.
    υπόδημα, παπούτσι, -ια•

    кожаная обувь δερμάτινα παπούτσια•

    летняя обувь καλοκαιρινά παπούτσια•

    спортивная обувь αθλητικά παπούτσια•

    валяная обувь τσόχινα παπούτσια•

    мужская обувь ανδρικά παπούτσια•

    женская обувь γυναικεία παπούτσια•

    детская обувь παιδικάπαπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > обувь

  • 17 портянка

    θ.
    ποδόπανο (περιτυλιγμένο στο πόδι μέσα στο παπούτσι).

    Большой русско-греческий словарь > портянка

  • 18 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 19 слезать

    ρ.δ.
    1. βλ. слезть.
    2. (για ένδυμα, υπόδημα)• βγαίνω•

    ботинок не -ет с ноги το παπούτσι δε βγαίνει από το πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > слезать

См. также в других словарях:

  • παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόδημα. Φρ., «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο», ο γάμος με συμπατριώτη είναι προτιμότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») …   Dictionary of Greek

  • εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… …   Dictionary of Greek

  • Shoeing — This article is about the use of shoes to insult. For information about the use of shoes for entertainment, see Shoe tossing. President George W. Bush ducking a thrown shoe, while Prime Minister Nouri al Maliki attempts to catch it. This is for… …   Wikipedia

  • ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»