-
1 παπούτσι
[папуци] ουσ. о. туфля, обувь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παπούτσι
-
2 налезать
налезатьнесов, налезть сов разг (об обуви, одежде) μπαίνω, χωράω:ботинок не налеза́ет τό παπούτσι δέν μοῦ μπαίνει, τό παπούτσι δέν χωράει στό πόδι μου· пальто́ не налезает τό ἐπανωφόρι δέν μοῦ μπαίνει. -
3 башмак
башмакл1. τό ὑπόδημα, τό παπούτσί2. тех. ὁ ἐποχλεύς:тормозной \башмак τό φρένο, ἡ τροχοπέδη; ◊ держать под \башмако́м σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, ἔχω κάποιον ὑποχείριο, κρατώ σούζα. -
4 ботинок
ботинокм τό παπούτσι, τό ὑπόδημα. -
5 обувь
обувьж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα. -
6 согнуть
согну́тьсов см. гнуть 1 и сгибать· ◊ \согнуть кого́-л. в бараний рог βάζω κάποιου τά δυό πόδια σ' ἕνα παπούτσι, κάνω κάποιον ἀρνάκι. -
7 стаптывать
стаптыватьнесов (обувь) στραβοπατώ τό παπούτσι. -
8 тереть
теретьнесов1. τρίβω:\тереть глаза (ру́ки) τρίβω τά μάτια (τά χέρια)·2. (натирать до блеска) γυαλίζω·3. (мельчить) τρίβω, κόβω, κοπανίζω:\тереть табак κόβω τόν καπνό· \тереть миндаль κοπανίζω ἀμύγδαλα· \тереть краски τρίβω τήν μπογιά· \тереть на терке τρίβω στον τρίφτη, ξύνω·4. (причинять боль) πληγώνω:ботинок трет τό παπούτσι μοὔκανε πληγή. -
9 башмак
[μπασμάκ] ουσ. α παπούτσι -
10 ботинок
[μπατίνοκ] ουσ. α. παπούτσι -
11 стаптывать
[σταπτυβάτ'] ρ. στραβοπατώ το παπούτσι -
12 башмак
[μπασμάκ] ουσ α παπούτσι -
13 ботинок
[μπατίνοκ] ουσ α παπούτσι -
14 стаптывать
[σταπτυβάτ'] ρ στραβοπατώ το παπούτσι -
15 женский
επ.γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•-ая обувь γυναικείο παπούτσι•
женский труд γυναικεία εργασία•
-ая хитрость γυναικεία πονηριά•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•
женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•
-ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•
-ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.
|| των θηλέων, για τα θήλεα•-ая школа παρθεναγωγείο•
-ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•
-ие органы γυναικεία όργανα•
-ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.
εκφρ.- ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•- ая логика – ειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•- ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•- ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή). -
16 обувь
-и θ.υπόδημα, παπούτσι, -ια•кожаная обувь δερμάτινα παπούτσια•
летняя обувь καλοκαιρινά παπούτσια•
спортивная обувь αθλητικά παπούτσια•
валяная обувь τσόχινα παπούτσια•
мужская обувь ανδρικά παπούτσια•
женская обувь γυναικεία παπούτσια•
детская обувь παιδικάπαπούτσια.
-
17 портянка
-и θ.ποδόπανο (περιτυλιγμένο στο πόδι μέσα στο παπούτσι). -
18 сбросить
ρ.σ.μ.1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•
сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.
|| απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•
сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.
2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•
сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω•сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•
сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.
3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•сбросить давление κατεβάζω την πίεση•
сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.
4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.
-
19 слезать
ρ.δ.1. βλ. слезть.2. (για ένδυμα, υπόδημα)• βγαίνω•ботинок не -ет с ноги το παπούτσι δε βγαίνει από το πόδι.
См. также в других словарях:
παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… … Dictionary of Greek
παπούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόδημα. Φρ., «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο», ο γάμος με συμπατριώτη είναι προτιμότερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… … Dictionary of Greek
Shoeing — This article is about the use of shoes to insult. For information about the use of shoes for entertainment, see Shoe tossing. President George W. Bush ducking a thrown shoe, while Prime Minister Nouri al Maliki attempts to catch it. This is for… … Wikipedia
ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek