-
1 πανατρεκης
См. также в других словарях:
πανατρεκής — πανατρεκής, ές (Α) 1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές αληθέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»] … Dictionary of Greek
πανατρεκές — πανατρεκής all exact masc/fem voc sg πανατρεκής all exact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)