-
1 Old
adj.Aged: P. and V. γεραιός, Ar. and V. παλαιός (rare P.), παλαιγενής, V. γηραλεός, γηραιός (rare P.), μακραίων.Of things, worn out: P. and V. παλαιός (rare P.).With masc. subs., V. γέρων; with fem. subs., V. γραῖα.Stale: P ἕωλος.Long existing: P. and V. χρόνιος, V. δηναιός.Obsolete: P. and V. ἀρχαῖος, παλαιός, P. ἕωλος, ἀρχαιότροπος.Old in wealth: V. ἀρχαιόπλουτος.Of old: see Formerly.From of old: P. ἀπὸ παλαιοῦ.How old: indirect P. and V. ἡλίκος.years old: P. ἕπτα ἐτῶν εἶναι (Xen.); see under age.I am thirty-two years old: P. δύο καὶ τριάκοντα ἔτη γέγονα (Dem. 564).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Old
-
2 древний
-
3 прежний
-
4 исконный
исконн||ыйприл πατροπαράδοτος/ ἀρχαΐος, παλαιός (старинный):\исконный обитатель а) παλαιός κάτοικος, б) ὁ αὐτόχθων (абориген)· \исконныйые права τά πατροπαράδοτα δικαιώματα. -
5 несвежий
επ., βρ: -свеж, -а-ό.1. μη φρέσκος• μπαγιάτικος, παλαιός, πολυκαιρίτικος• χαλασμένος•-ая булка μπαγιάτικο φρατζολά-κι•
-ие продукты πολυκαιρισμένα προϊόντα.
|| χωρίς φρεσκάδα, τετριμμένος•несвежий вид όψη χωρίς φρεσκάδα•
-ее лицо στεγνωμένο πρόσωπο.
2. παλαιός•-ие газеты παλαιές εφημερίδες.
3. ακάθαρτος, λερωμένος, πολυφορεμένος•-ее бель ακάθαρτα εσώρουχα.
-
6 старый
1. (проживший много лет) γέρος 2 (давно существующий) παλαιός, παλιόςαρχαίος3. (давно находящийся в употреблении, ставший негодным от времени или употребления) χρησιμοποιημένος, φθαρμένος 4. (прежний, бывший, минувший, устаревший, старинный) παλι/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > старый
-
7 вековой
веков||ойприл1. (старый) πανάρχαιος, παμπάλαιος, παλαιός, προαιώνιος:\вековой дуб ἡ αἰωνόβια βαλανιδιά, ἡ γηραιά δρυς·2. (издревле, существующий) αί-ώνιος, ἀΙωνόβιος:\вековойая вражда ἡ αἰώνια ἐχθρα. -
8 давний
давн||ийприл παληός, παλαιός / μα-κρυνός (далекий):с \давнийих пор ἀπό τά παληά χρόνια, ἀπό πολύν καιρό, πρό πολλού. -
9 далекий
далек||ийприл1. μακρινός, μακρυνός/ παλιός, παλαιός, ἀπώτερος (о времени):\далекийое прошлое τό μακρινό παρελθόν \далекийое будущее τό ἀπώτερο μέλλον \далекийая старина τά πανάρχαια χρόνια·2. перен (чуждый) ξένος, ἄσχετος:они́ далеки́ от наших интересов εἶναι ξένοι πρός τά συμφέροντα μας· мы \далекийие друг дру́гу люди ἐμεΐς είμαστε διαφορετικοί ἀνθρωποι, ἄσχετοι ὁ ἕνας προς τόν ἀλλον вы далеки́ от истины είσθε μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια· ◊ он не очень \далекий человек ἄνθρωπος περιορισμένης ἀντίληψης. -
10 древний
древн||ийприл1. ἀρχαίος, παλαιός:\древнийяя история ἡ ἀρχαία ἰστορία· \древнийие языки οἱ ἀρχαϊες γλώσσες·2. (очень старый) πανάρχαιος:\древний старик ὁ ἐσχα-τὁγηρος. -
11 старый
ста́р||ыйприл1. παλιός/ γέρος, γηραιός, γηραλέος-(/τζ/ϊ. о человеке)·2. (прежний, давний) παλιός, παλαιός, ἀρχαΐος:\старыйые времена τά παλιά χρόνια, οἱ παλιοί καιροί· \старый стиль τό παλαιό στυλ, τό παλαιό ἡμερολόγιο· 3. -
12 устарелый
устаре||лыйприл παλιός, παλαιός, ἀπαρχαιωμένος, ἄχρηστος:\устарелый обычай ἡ παλιά συνήθεια· \устарелый взгляд ἡ ἀπαρχαιωμένη ἀντίληψη. -
13 адресовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. адресованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.στέλλω γράμμα, τηλεγράφημα κ.τ.τ. με διεύθυνση. || κατευθύνω•этого человека -ал ко мне старый друг αυτόν τον άνθρωπο τον έστειλε σε μένα ένας παλαιός μου φίλος.
|| απευθύνω•вопрос -ван к ним το ερώτημα απευθύνονταν σ’ αυτούς.
απευθύνομαι. -
14 антикварный
επ.αρχαίος, παλαιός•антикварный магазин κατάστημα πώλησης αρχαίων εικόνων, βιβλίων•
-ая вещь αρχαίο αντικείμενο.
-
15 ветеран
-а α.παλαίμαχος, παλαιός πολεμιστής, αγωνιστής, βετεράνος. || πεπειραμένος, έμπειρος. -
16 ветхозаветный
επ. βρ: -тен, -тна, -тно;της Παλαιάς Διαθήκης•-ые книги τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
|| μτφ. αρχαίος, παλαιός, ξεπερασμένος•-ые нравы αρχαία ήθη.
-
17 древний
επ., βρ: -вен, -вня, -вне.1. αρχαίος, παλαιός•древний обычай παλαιά συνήθεια•
-яя Греция η αρχαία Ελλάδα•
-ие памятники исскуства αρχαία μνημεία Τέχνης•
древний греческий язык η αρχαία ελληνική γλώσσα•
-яя рукопись αρχαίο χειρόγραφο.
ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι.2. γηραιός, γέρικος•-ие оливковые деревья γέρικα ελαιόδεντρα•
древний старик ο υπέργηρος.
εκφρ.- ие языки – οιαρχαίες γλώσσες (ελληνική και. λατινική). -
18 друг
1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•старый друг παλαιός φίλος•
любезный друг αγαπητέ φίλε•
друг дома οικογενειακός φίλος•
будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.
2. επ. βρ: από το•другой άλλος, ένας•
друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•
друг на друга ο ένας στον άλλον•
друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•
перед -ом ποιος περισσότερο•
они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•
друг с другом ο ένας με τον άλλον•
друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•
друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•
против -а ο ένας κατά του άλλου•
друг о –е ο ένας για τον άλλον•
дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).
-
19 жеребчик
-а α.αλογάκι• βαρβατσελάκι.εκφρ.мишиный жеребчик – γερογατος, (παλαιός γάτος κυνηγά τρυφερά ποντίκια). -
20 закоренелый
επ.ριζωμένος, θεμελιωμένος, παλαιός•закоренелый предрассудок ριζωμένη πρόληψη•
-ая болезнь παλιά αρρώστεια.
|| αδιόρθωτος, ασωφρόνιστος, ασυμμόρφωτος.
См. также в других словарях:
παλαιός — old in years masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιός — ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. πάλαος, βοιωτ. παληός, λακων. τ. παλεός) βλ. παλιός … Dictionary of Greek
παλαιός — ο βλ. παλιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παλαιός Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
Παλαιός Μυλότοπος — Οικισμός (υψόμ. 35 μ.), της πρώην επαρχίας Γιαννιτσών, του νομού Πέλλης. Yπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυλοτόπου … Dictionary of Greek
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παλαιά — παλαιός old in years neut nom/voc/acc pl παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc/acc dual παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιότερον — παλαιός old in years adverbial comp παλαιός old in years masc acc comp sg παλαιός old in years neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοτάτων — παλαιός old in years fem gen superl pl παλαιός old in years masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοτέραις — παλαιός old in years fem dat comp pl παλαιοτέρᾱͅς , παλαιός old in years fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοτέρων — παλαιός old in years fem gen comp pl παλαιός old in years masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)