-
1 министерство
министерство с το υπουργείο· \министерство здравоохранения Υπουργείο Υγιεινής* \министерство иностранных дел Υπουργείο Εξωτερικών \министерство культуры Υπουργείο Πολιτισμού· \министерство просвещения Υπουργείο Παιδείας* \министерство торговли Υπουργείο Εμπορικού* * *сτο υπουργείοминисте́рство здравоохране́ния — Υπουργείο Υγιεινής
министе́рство иностра́нных дел — Υπουργείο Εξωτερικών
министе́рство культу́ры — Υπουργείο Πολιτισμού
министе́рство просвеще́ния — Υπουργείο Παιδείας
министе́рство торго́вли — Υπουργείο Εμπορικού
-
2 районо
α. άκλ, (συντομογραφία): районный отдел народного образования επαρχιακό τμήμα λαϊκής παιδείας ή (για τις πόλεις) αχτιδικό τμήμα λαϊκής παιδείας. -
3 просвещение
просвещ||ениес ἡ μόρφωση [-ις], ἡ παιδεία, ἡ διαφώ-τιση [-ις]· Министерство \просвещениеения τό Ύπουρ-γεῖο[ν] παιδείας· политическое \просвещениеение ἡ πολιτική διαφώτιση· век \просвещениеения ὁ αἰώνας τοῦ διαφωτισμοῦ. -
4 бакалавр
-а α.μπακαλωρεά. || απόφοιτος μέσης παιδείας στη Γαλλία και άλλες χώρες. -
5 гороно
α. ακλ. αστικό τμήμα της λαϊκής παιδείας. -
6 необразованный
επ.αμόρφωτος, αγράμματος, αμαθής, άμοιρος παιδείας. -
7 облоно
α. άκλ. (областной отдел народного образования) τμήμα λαϊκής παιδείας περιοχής. -
8 просвещение
-я ουδ.παιδεία• εκπαίδευση• μόρφωση•министерство -я υπουργείο παιδείας•
народное просвещение λαϊκή παιδεία.
|| διαφώτιση•масс διαφώτιση των μαζών.
εκφρ.эпоха -я – η εποχή του διαφωτισμού (17-18 αι.). -
9 Assume
v. trans.Put on clothes, etc.: P. and V. ἐνδύεσθαι, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννύναι (or mid.), V. ἀμφιβάλλεσθαι, ἀμφιδύεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (or mid.), ἀμπίσχειν (or mid.).Assuming the trouble of your rearing: V. (γῆ) πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον (Æsch., Theb. 18).He assumes and takes upon himself all these men's iniquities: P. πάντα ἀναδεχόμενος καὶ εἰς αὑτόν ποιούμενος τὰ τούτων ἁμαρτήματά ἐστι (Dem. 352).A man might assume a fictitious character: P. δύναιτʼ ἄν τις πλάσασθαι τὸν τρόπον τον αὑτοῦ (Lys. 157).Assume ( hypothetically): P. τιθέναι (or mid.).I will assume it to be so: P. θήσω γὰρ οὕτω (Dem. 648).Assume as a principle: P. ὑπολαμβάνειν, ὑποτίθεσθαι.Be assumed: P. ὑπάρχειν, ὑποκεῖσθαι.This being assumed: V. ὑπόντος τοῦδε (Eur., El. 1036).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assume
См. также в других словарях:
παιδείας — παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem acc pl παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείᾳς — παιδείαις , παιδεία rearing of a child fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Karyotakismus — (griechisch Kαρυωτακισμός, abgeleitet vom Namen des Dichters Kostas Karyotakis) ist in der neugriechischen Literaturgeschichte die Bezeichnung für das hauptsächlich von 1928 bis 1938 aufgetretene Phänomen, dass zahlreiche, vor allem junge,… … Deutsch Wikipedia
αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek