-
1 παιδαγωγικως
См. также в других словарях:
παιδαγωγικῶς — παιδαγωγικός suitable to a teacher adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικός — ή, ὁ (Α παιδαγωγικός, ή, όν) [παιδαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγία νεοελλ. φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών (1. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek