-
1 παιγνιημων
2, gen. ονος любящий забавы Her.
См. также в других словарях:
παιγνιήμων — και παιγνήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων*. επίρρ... παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ) με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα μων, κατά τα επίθ. σε (η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
παιγνιήμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιῆμον — παιγνιήμων masc/fem voc sg παιγνιήμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιήμονα — παιγνιήμων neut nom/voc/acc pl παιγνιήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιημονέστατος — παιγνιήμων masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνιήμονας — παιγνιήμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιγνήμων — παιγνήμων, ον (ΑΜ) βλ. παιγνιήμων … Dictionary of Greek