Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παίζει

  • 1 играть

    играть
    несов в разн. знач. παίζω:
    \играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > играть

  • 2 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 3 альтист

    альтист
    м ὁ μουσικός πού παίζει ἄλτο (βιόλα).

    Русско-новогреческий словарь > альтист

  • 4 баянист

    баян||и́ст
    м αὐτός πού παίζει φυσαρμόνικα.

    Русско-новогреческий словарь > баянист

  • 5 дергать

    дерг||ать
    несов
    1. (за что-л.) τραβώ, σέρνω, σύρω·
    2. (выдергивать) ξεριζώνω, ἀποσπῶ, ἐκριζώνω·
    3. перец. (беспокоить) βασανίζω, ἐνοχλώ·
    4. беи. (о боли):
    у меня \дергатьает палец μέ σου· βλίζει τό δάκτυλο· ◊ \дергатьаться συσπώμαι τινάζομαι (при судорогах):
    у меня\дергатьает с я глаз παίζει τό μάτι μου.

    Русско-новогреческий словарь > дергать

  • 6 заиграть

    заигра||ть
    сов
    1. (начать играть) ἀρχίζω νά παίζω:
    \заигратьла музыка ἡ μουσική ἄρχισε νά παίζει·
    2. перен (заискриться, засверкать) ἀστράφτω, λάμπω·
    3. см. заигрывать II· ◊ кровь \заигратьла в жи́лах ἀναψε τό αίμα, ἄρχισε νά βράζει τό αίμα του.

    Русско-новогреческий словарь > заиграть

  • 7 ложечка

    ло́жечк||а
    ж
    1. уменьш. τό κουταλάκι, со χουλιαράκι· 2.:
    под \ложечкаой στό ἐπιγάσ-τριο, στό στομάχι1 под \ложечкаой сосет ἡ κοιλιά μου παίζει ταμπουρά.

    Русско-новогреческий словарь > ложечка

  • 8 любить

    любить
    несов
    1. ἀγαπῶ·
    2. (чувствовать склонность) ἀγαπῶ/ ἀρέσω (нравиться):
    он любит, когда́ она играет τοῦ ἀρέσει ὀταν αὐτή παίζει·
    3. (нуждаться) χρειάζομαι, ἀγαπῶ:
    растении любят воду τά φυτά ἀγαπᾶνε τό νερό· ◊ любишь кататься, люби́ и саночки возить поел. ὀποιος ἔχει τά γένεια ἔχει καί τά χτένια.

    Русско-новогреческий словарь > любить

  • 9 тапер

    тапер
    м ὁ πιανίστας, ὁ ἀκορντεονίστας (πού παίζει σέ χορευτική βραδιά).

    Русско-новогреческий словарь > тапер

  • 10 жеребьёвщик

    α.
    ζαράκιας, αυτός που παίζει ζάρια ή ρίχνει τα ζάρια.

    Большой русско-греческий словарь > жеребьёвщик

  • 11 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 12 петь

    пою, пошь
    ρ.δ.
    1. τραγουδώ• ψάλλω, άδω•

    петь вполголоса σιγοτραγουδώ.

    2. παίζω, ηχώ•

    виолончель пот το βιολοντσέλο παίζει.

    3. λαλώ•

    петух пот ο κόκορας λαλεί.

    || κελαηδώ•

    жаворонки -ли οι κορυδαλοί κελαηδούσαν..

    4. υμνώ, δοξάζω, υμνωδώ, εγκωμιάζω. ζ (απλ.)
    επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    έχω διάθεση για τραγούδι. || τραγουδιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > петь

  • 13 посредственно

    επίρ.
    μέτρια•

    он играет αυτός παίζει μέτρια.

    || σχεδόν καλά (βαθμός επίδοσης).

    Большой русско-греческий словарь > посредственно

  • 14 роль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•

    исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•

    главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•

    второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•

    играть роль παίζω ρόλο•

    трудная.роль δύσκολος ρόλος•

    раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•

    роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.

    εκφρ.
    в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•
    играть роль – έχω σημασία•
    войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•
    выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•
    это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).
    θ.
    βλ. рол (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > роль

  • 15 тапёр

    α.
    -ша, -и θ.
    πιανίστας, -τρία, ακορντεανίστας (που παίζει με πληρωμή).

    Большой русско-греческий словарь > тапёр

См. также в других словарях:

  • παίζει — παίζω play like a child pres ind mp 2nd sg παίζω play like a child pres ind act 3rd sg παΐζει , παίζω play like a child pres ind mp 2nd sg παΐζει , παίζω play like a child pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Dipylon inscription — The Dipylon inscription is a short text written on an ancient Greek pottery vessel dated to ca. 740 BC. It is famous for being the oldest (or one of the oldest) known samples of the use of the Greek alphabet. The text is scratched on a wine jug… …   Wikipedia

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • ρόλος — ο, Ν 1. το πρόσωπο, ο χαρακτήρας σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που υποδύεται ένας ηθοποιός 2. η συμβολή, η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή γεγονός («έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη τού κόμματος») 3. (κοινων.) η… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»