Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πήρα

  • 1 получать

    получать, получить λαβαίνω, παίρνω· я получил письмо έλαβα (или πήρα) γράμμα \получаться: ничего не получается δε βγαίνει (или γίνεται) τίποτε
    * * *
    = получить
    λαβαίνω, παίρνω

    я получи́л письмо́ — έλαβα ( или πήρα) γράμμα

    Русско-греческий словарь > получать

  • 2 недополучать

    недополучать
    несов, недополучить сов παίρνω λιγώτερα (ἀπ' δτι πρέπει):
    я недополучил пять рублей πήρα πέντε ρούβλια λιγώτερα.

    Русско-новогреческий словарь > недополучать

  • 3 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 4 иголочка

    θ.
    βελονάκι
    εκφρ.
    с -и – α) (για ένδυμα) από το βελόνι, μόλις το πήρα από το ράφτη (καινούργιο), β) φρέσκος, της ώρας, της στιγμής.

    Большой русско-греческий словарь > иголочка

  • 5 кукиш

    α.
    σημείο χλεύης, εμπαιγμού, μυκτηρισμού (με πλοκή τριών δακτύλων εν είδη συνουσίας) με σημ. περιφρονητικής άρνησης.
    εκφρ.
    кукиш с маслом получить, дать – πήρα, μου έδοσαν γροθιές στο στομάχι (απολύτως τίποτε)•
    показать кукиш кому – κάνω άσεμνη δακτυλο-πλοκή (μυκτηρίζω κάποιον)•
    (показать) кукиш в кармане – απειλώ έμμεσα.

    Большой русско-греческий словарь > кукиш

  • 6 неблагоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    δυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•

    счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•

    -ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•

    неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.

    || αρνητικός• άσχημος•

    на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагоприятный

  • 7 недополучить

    -учу, -учишь
    ρ.σ.μ.
    πληρώνομαι, παίρνω λιγότερο•

    я -ил десять рублей πήρα λιγότερο δέκα ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > недополучить

  • 8 отпросить

    -рошу, -росишь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) παρακαλώ, αποσπώ με παρακλήσεις.
    παίρνω άδεια•

    я -лся на два дня πήρα άδεια για δυό μέρες.

    Большой русско-греческий словарь > отпросить

  • 9 отыграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отыгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. ξανακερδίζω•

    отыграть свой деньги ξανακερδίζω τα χρήματα μου.

    (αθλτ.) παίρνω από τον αντίπαλο•

    я -ал у него мяч εγώ του πήρα τη μπάλα.

    2. τελειώνω το παιγνίδι•

    мы уже -ли εμείς πια τελειώσαμε το παιγνίδι.

    1. ξανακερδίζω.
    2. μτφ. γλυτώνω•

    -лся тем, что он • был болен τη γλύτωσε γιατί ήταν άρρωστος•

    -лся словами τη γλύτωσε με τα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > отыграть

  • 10 раскусить

    ρ.σ.μ.
    1. δαγκώνω, σπάζω με τα δόντια.
    2. μτφ. γνωρίζω, μαθαίνω καλά•

    я не -ил его сразу δεν τον μυρίστηκα αμέσως, δεν τον πήρα αμέσως μυρουδιά, τι καπνό φουμάρει.

    Большой русско-греческий словарь > раскусить

  • 11 столько

    γεν. πλθ. стольких αντων. τόσος•

    сколько получил, столько и отдал όσα πήρα, τόσα έδοσα•

    уж столько раз напоминали ему τόσες φορές πια του υπενθύμησαν•

    среди стольких знакомых ни одного друга ανάμεσα σε τόσους γνωστούς, δεν έχω ούτε ένα φίλο.

    επίρ. он не столько силен, сколько ловок αυτός δεν είναι τόσο δυνατός, όσο επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > столько

  • 12 часть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μέρος (του όλου), τμήμα•

    часть долга μέρος του χρέους•

    часть здания τμήμα του κτιρίου.

    2. μέλος•

    часть тела μέλος του σώματος.

    3. το μερίδιο, το μερτικό•

    я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.

    4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•

    сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•

    часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.

    5. η πλευρά•

    художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.

    6. μέρος(υποδιαίρεση)•

    роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.

    7. τμήμα, τομέας•

    часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•

    учебная часть διδακτικός τομέας•

    хозяйственная часть οικονομικός τομέας.

    8. (στρατ.) τμήμα•

    пехотныечастьи τμήματα πεζικού.

    9. τμήμα πόλης.
    10. αστυνομικό τμήμα.
    11. παλ. η τύχη.
    εκφρ.
    в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•
    почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•
    львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•
    часть благую часть избратьπαλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•
    разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•
    рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > часть

См. также в других словарях:

  • πήρα — πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc/acc dual πήρᾱ , πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πήρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρᾳ — πήρᾱͅ , πήρα leathern pouch fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα …   Dictionary of Greek

  • Κύλλου Πήρα — Πηγή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, στην περιοχή της σημερινής Καισαριανής, στην τοποθεσία Κίλλεια. Βλ. λ. Κίλλεια …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — πήρα, πάρθηκα, παρμένος 1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί. 2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι. 3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. 4. δέχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήρας — πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem acc pl πήρᾱς , πήρα leathern pouch fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήραν — πήρᾱν , πήρα leathern pouch fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρᾶν — πήρα leathern pouch fem gen pl (doric aeolic) πηρός disabled in a limb masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηράν — πηρά̱ν , πηρός disabled in a limb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρῶν — πήρα leathern pouch fem gen pl πῆρος loss of strength neut gen pl (attic epic doric) πηρός disabled in a limb fem gen pl πηρός disabled in a limb masc/neut gen pl πηρόω maim pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηρόω maim pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»