Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πήγνυμαι

  • 1 застывать

    застывать
    несов
    1. (сгущаться) πήζω, (συμ)παγώνω, πήγνυμαι·
    2. (озябнуть) разг κρυώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω:
    руки (на морозе) застыли ξεπάγιασαν τά χέρια (από τό κρύο)· ◊ \застывать от удивления μένω κατάπληκτος, ἀπολιθώνομαι· \застывать от ужаса παγώνω (или κερώνω) ἀπό τόν τρόμο (или ἀπ· τή φρίκη).

    Русско-новогреческий словарь > застывать

  • 2 леденеть

    леден||еть
    несов
    1. (превращаться в лед) παγώνω, πήζω, πήγνυμαι·
    2. (замерзать, коченеть) παγώνω, ξυλιάζω· <> кровь \леденетьеет παγώνει τό αίμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > леденеть

  • 3 промерзать

    промерзать
    несов, промерзнуть сов
    1. (оледенеть) παγώνω, κρυσταλλώνω, πήζω, πήγνυμαι·
    2. (озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:
    \промерзать до костей ξεπαγιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > промерзать

См. также в других словарях:

  • πήγνυμαι — πήγνυμι Aër. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • πετρώνω — πετρῶ, όω, ΝΜΑ [πέτρα] 1. μεταμορφώνω, μεταβάλλω σε πέτρα («η Αγία Αναστασία πέτρωσε το καράβι τών κουρσάρων», Συναξ.) 2. πήγνυμαι, στερεοποιούμαι (α. «πέτρωσε το νερό» β. «oἱ ὄγκοι... πήγνυνταί τε καὶ πετροῡνται», Δίων Κάσσ.) 3. (για την ψυχή,… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՌՉԻՄ — (ռեաց, ռուցեալ.) NBH 1 1058 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 11c չ. (լծ. կառն, այս ինքն փուշ. եւ կռուիլ.) πήγνυμαι pangor, concrescor, haereo, figor ἑφελκύομαι attrahor. Զկայ առնուլ՝ որպէս կռուան գտեալ. մածանիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՂԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ձ. (լծ. եւ յն. բա՛ղօս զի՛նօմէ, բի՛զնիմէ ). πήγνυμαι յորմէ լտ. pangorm gelo, congelo. որ եւ ՊԱՂԱՆԱԼ. Ի պաղ փոխիլ. այսինքն սառիլ. պնդանալ կամ ձուլիլ որպէս սառն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՌՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0695 Chronological Sequence: 12c, 13c, 15c չ. πήγνυμαι, καταπήγνυμαι congelasco. Որպէս սառն լինել. սառնուլ. պաղիլ. հովանալ. սառ կըտրիլ, պաղիլ. ... *Հոգւոյս իմոյ՝ որ սառնացաւ ʼի շինչոյ աշխարակուլ վիշապին: Ջերմացո՛ զսառնացեալ հոգիս իմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»