-
1 πετρα
эп.-ион. πέτρη ἥ1) скала, утес(αἰγίλιψ, ἠλίβατος Hom.)
ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. — сделанный из камня, т.е. жестокосердый;δίλοφος π. Soph. — двуглавая скала, т.е. Парнас(с);π. γλαφυρή Hom. — выдолбленная скала, пещера в скале;δίστομος π. Soph. (досл. — двуустая скала) пещера с двумя выходами2) каменная глыба(κυλινδεῖν πέτρας Xen.)
-
2 Πετρα
-
3 πέτρα
η1) камень;σπίτι από πέτρα — каменный дом;
έκανε πέτρα την καρδιά του — сердце его сделалось каменным, он ожесточился;
τό ψωμί έγινε πέτρα — хлеб превратился в камень;
2) драгоценный камень;§ η πέτρα τού σκανδάλου — а) яблоко раздора; — б) камень преткновения;
ρίχνω πέτρα — больше не возвращаться;
οπό πέτρα σε λιθάρι — погов, из огня да в полымя;
πού κυλά μαλλί δεν πιάνει — посл, лежачий камень мохом обрастает -
4 πέτρα
ἡ πέτρα скала, камень (ср. лaт. petroleum букв, каменное масло, нефть; πετροσέλινον > бот. петрушка; нем. Реtersilie) -
5 πέτρα
{сущ., 16}скала, каменная глыба, утес.Ссылки: Мф. 7:24, 25; 16:18; 27:51, 60; Мк. 15:46; Лк. 6:48; 8:6, 13; Рим. 9:33; 1Кор. 10:4; 1Пет. 2:8; Откр. 6:15, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέτρα
-
6 πέτρα
{сущ., 16}скала, каменная глыба, утес.Ссылки: Мф. 7:24, 25; 16:18; 27:51, 60; Мк. 15:46; Лк. 6:48; 8:6, 13; Рим. 9:33; 1Кор. 10:4; 1Пет. 2:8; Откр. 6:15, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέτρα
-
7 πέτρα
скалаπέτρᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέτρα
-
8 πέτρᾳ
скалеπέτραΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέτρᾳ
-
9 πέτρα
скала, каменная глыба, утес.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέτρα
-
10 πέτρα
-
11 πέτρα
[пэтра] ουσ θ камень. -
12 Είτε η πέτρα κυλήσει στ' αβγό, είτε τ' αβγό κυλήσει στην πέτρα, τ' αβγό θα σπάσει
Είτε η πέτρα κυλήσει στ' αβγό, είτε τ' αβγό κυλήσει στην πέτρα, τ' αβγό θα σπάσει– Κυλάει η πέτρα στ' αβγό, αλίμονο στ' αβγό, κυλάει τ' αβγό στην πέτρα, αλίμονο στ' αβγό• У сильного всегда бессильный виноват• Кто сильнее, тот правееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είτε η πέτρα κυλήσει στ' αβγό, είτε τ' αβγό κυλήσει στην πέτρα, τ' αβγό θα σπάσει
-
13 Κυλάει η πέτρα στ' αβγό, αλίμονο στ' αβγό, κυλάει τ' αβγό στην πέτρα, αλίμονο στ' αβγό
Είτε η πέτρα κυλήσει στ' αβγό, είτε τ' αβγό κυλήσει στην πέτρα, τ' αβγό θα σπάσει– Κυλάει η πέτρα στ' αβγό, αλίμονο στ' αβγό, κυλάει τ' αβγό στην πέτρα, αλίμονο στ' αβγό• У сильного всегда бессильный виноват• Кто сильнее, тот правееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κυλάει η πέτρα στ' αβγό, αλίμονο στ' αβγό, κυλάει τ' αβγό στην πέτρα, αλίμονο στ' αβγό
-
14 Λόγο και πέτρα έριξες, δε θα το ξαναπιάσεις
Σου ξέφυγε μια κουβέντα, πίσω δεν γυρίζει– Λόγο και πέτρα έριξες, δε θα το ξαναπιάσεις– Ο λόγος όταν ειπωθεί, δεν μπορεί να μαζευτεί• Слово не воробей, вылетит – не поймаешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λόγο και πέτρα έριξες, δε θα το ξαναπιάσεις
-
15 Από πέτρα σε λιθάρι
• Из огня да в полымяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από πέτρα σε λιθάρι
-
16 Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή
• Будешь стараться – всё может удастсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή
-
17 λισσας
-
18 πετρ-
-
19 πετρη
-
20 Πετρη
См. также в других словарях:
πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρά — πετράς fourth day fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος … Dictionary of Greek
Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου … Dictionary of Greek