-
1 bottom
πάτος -
2 bottom
['botəm]1) (the lowest part of anything: the bottom of the sea.) πυθμένας, πάτος2) (the part of the body on which a person sits.) πισινός•- be at the bottom of
- get to the bottom of -
3 rock-bottom
noun, adjective ((at) the lowest level possible: Prices have reached rock-bottom; rock-bottom prices.) πάτος -
4 seat
[si:t] 1. noun1) (something for sitting on: Are there enough seats for everyone?) κάθισμα,θέση2) (the part of a chair etc on which the body sits: This chair-seat is broken.) κάθισμα καρέκλας,πάτος3) ((the part of a garment covering) the buttocks: I've got a sore seat after all that horse riding; a hole in the seat of his trousers.) καβάλος,οπίσθια4) (a place in which a person has a right to sit: two seats for the play; a seat in Parliament; a seat on the board of the company.) θέση/έδρα5) (a place that is the centre of some activity etc: Universities are seats of learning.) κέντρο2. verb1) (to cause to sit down: I seated him in the armchair.) καθίζω2) (to have seats for: Our table seats eight.) χωρώ•- - seater- seating
- seat belt
- take a seat
См. также в других словарях:
πάτος — trodden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος … Dictionary of Greek
πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… … Dictionary of Greek
πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτον — πάτος trodden masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτου — πάτος trodden masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτους — πάτος trodden masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτων — πάτος trodden masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)