-
1 παππος
ὅ1) дед(π. ὅ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός Plat.)
2) предок, пращур(πάπποι καὴ πρόγονοι Plat.)
3) бот. пушистая семянка(ἀκάνθης Soph.)
-
2 πάππος
ο см. παππούς -
3 πάππος
-
4 απαππος
2досл. не имеющий деда, перен. не связанный родствомοὐκ ἄ. τινος Aesch. — не лишенный родословной связи с кем(чем)-л., т.е. ведущий свой род прямо от кого(чего)-л.
-
5 προπαππος
См. также в других словарях:
Πάππος — grandfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάππος — grandfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… … Dictionary of Greek
Πάππος ο Αλεξανδρεύς — (τέλος 3ου αι. μ.Χ.). Αρχαίος γεωμέτρης της λεγόμενης δεύτερης αλεξανδρινής σχολής, ο τελευταίος μεγάλος γεωμέτρης της αρχαίας Ελλάδας. Έχει σωθεί σχεδόν ολόκληρη η Συναγωγή του, σε 8 βιβλία, μια από τις πολυτιμότερες πηγές που υπάρχουν για τη… … Dictionary of Greek
Πάππω — Πάππος grandfather masc nom/voc/acc dual Πάππος grandfather masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάππε — Πάππος grandfather masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάππε — πάππος grandfather masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάπποι — Πάππος grandfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπποι — πάππος grandfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάπποις — Πάππος grandfather masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπποις — πάππος grandfather masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)