-
1 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
2 былой
был||ойприл παρελθών, παλη-ός, περασμένος:в \былойые времена́ στά παληά χρόνια, τό πάλαι; \былойая слава τά περασμένα μεγαλεία, ἡ παληά δόξα. -
3 встарь
встарьнареч поэт. τ όν παλιό καιρό, τά παλαιά χρόνια, τό πάλαι. -
4 когда-то
когда-тонареч1. (в прошлом) κάποτε, τό πάλαι:\когда-то я читал эти книги κάποτε τά είχα διαβάσει αὐτά τά βιβλία·2. (в будущем) κάποτε:\когда-то еще мы увидимся! ποιος ξέρει πότε θά ξαναΐδωθοὐμε! -
5 когда-то
[κογκντά-τα/] εχίρ. κάποτε, το πάλαι -
6 когда-то
[κογκντά-τα] εχίρ κάποτε, το πάλαι -
7 давным-давно
επίρ.πολύ παλιά, πριν πολύ Ηαιρό, προ πολλού, πάλαι. -
8 уценить
-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уценённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ. υποτιμώ, πουλώ με έκπτωση (κυρίως για εμπόρευμα που δεν πουλιέται)•уценить одежду старых фасонов υποτιμώ τα ενδύματα παλαι.άς μόδας.
См. также в других словарях:
πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα … Dictionary of Greek
πάλαι — πάλα nugget fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλα nugget fem dat sg (doric aeolic) πάλαι long ago indeclform (adverb) πάλη wrestling fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλη wrestling fem dat sg (doric aeolic) πά̱λαῑ , πάλλω poise aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαί — παλή the finest meal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαί' — Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc/acc dual Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Παλαιαί , Παλαιή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαί' — παλαιά , παλαιός old in years neut nom/voc/acc pl παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc/acc dual παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παλαιέ , παλαιός old in years masc voc sg παλαιαί , παλαιός old in years fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλ' — πάλαι , πάλα nugget fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλα nugget fem dat sg (doric aeolic) πάλαι , πάλαι long ago poetic indeclform (adverb) πάλαι , πάλη wrestling fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλη wrestling fem dat sg (doric aeolic) πάλι , πάλιν back poetic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλᾳ — πάλαι , πάλα nugget fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλα nugget fem dat sg (doric aeolic) πάλαι , πάλαι long ago indeclform (adverb) πάλαι , πάλη wrestling fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλη wrestling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρίται — παλαῑστρίται , παλαιστρίτης like a masc nom/voc pl παλαῑστρίτᾱͅ , παλαιστρίτης like a masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρίταν — παλαῑστρίτᾱν , παλαιστρίτης like a masc acc sg (epic doric aeolic) παλαῑστρίταν , παλαιστρίτης like a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστρίτας — παλαῑστρίτᾱς , παλαιστρίτης like a masc acc pl παλαῑστρίτᾱς , παλαιστρίτης like a masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιστριτᾶν — παλαῑστριτᾶν , παλαιστρίτης like a masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)