-
1 самый
са́м||ыймест.1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:\самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:\самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια; -
2 собственный
собственн||ыйприл в разн. знач. ἰδιος, ούτος, προσωπικός:по \собственныйому желанию αὐτοβούλως, οἰκειοθελώς, ἐθελοντικά· я видел его́ \собственныйыми глазами τόν είδα μέ τά ἰδια μου τά μάτια· в \собственныйые ру́ки στον ἰδιο, στά χέρια του (μου, σου)· \собственныйой руко́й ἰδιοχείρως· \собственныйой персоной ὁ ἰδιος, αὐτοπροσώπως· в \собственныйом смысле στήν κυριολεξία, μέ τήν κυρία σημασία· и́мя \собственныйое грам. τό κύριον ὅνομα. -
3 этот
этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•этот человек αυτός ο άνθρωπος•
эта женщина αυτή η γυναίκα•
это платье αυτό το φόρεμα•
эти книги αυτά τα βιβλία•
при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•
с этим μ αυτό•
в этом σ αυτό•
без этого χωρίς αυτό•
после этого ύστερ απ αυτό•
об этом γι αυτό,περί αυτού•
на этом σ αυτό, εδώ•
я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•
он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•
меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•
это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•
это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•
об эту пору αυτήν την ώρα•
я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.
См. также в других словарях:
οὗτος — this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
οὕτος — ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ταύταιν — οὗτος this fem dat dual οὗτος this fem gen dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούτω — οὗτος this masc/neut gen sg (doric aeolic) οὗτος this masc acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοὖτος — οὗτος , οὗτος this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑταιί — οὗτος this fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτηγί — οὗτος this fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)