Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οὐδὲν+ς

  • 1 Cipher

    subs.
    Nothing: P. and V. οὐδέν.
    A mere cipher: Ar. and V. ριθμός, ὁ.
    Be a mere cipher: P. and V. οὐδὲν εἶναι.
    A dispatch in cipher: P. σκυτάλη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cipher

  • 2 Common

    adj.
    Shared by others: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος; see Public.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.
    Vulgar: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Inferior: P. and V. φαῦλος.
    The common people, the commons, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, δῆμος, ὁ.
    Of the common people, adj.: Ar. and P. δημοτικός.
    Ordinary, everyday: P. and V. τυχών, ἐπτυχών; see Ordinary.
    Make common causewith: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι (πρός, acc.).
    Making common causewith your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion. 577).
    'Twixt us and this man is nothing in common: V. ἡμῖν δὲ καὶ τῷδʼ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσῳ (Eur., Heracl. 184; cf. Ion, 1285).
    What is there in common between? P. and V. τίς κοινωνία; (with two gens.).
    Have nothing in common with: P. οὐδὲν ἐπικοινωνεῖν (dat.).
    In common, jointly: P. and V. κοινῇ, εἰς κοινόν, ὁμοῦ, V. κοινῶς.
    For the common good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Common

  • 3 Connection

    subs.
    P. and V. κοινωνία, ἡ.
    What is the connection between? P. and V. τίς κοινωνία; ( with double gen.).
    I have no connection with: P. and V. οὐδέν μοι μέτεστι (gen.), οὐδέν μοι προσήκει (gen.).
    Have connection with: P. and V. μετέχειν (gen.).
    Relation, subs.: P. χρεία, ἡ; see Relation.
    In connection with: P. and V. κατ (acc.).
    Relationship by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κήδευμα, τό, κηδεία, ἡ.
    By blood: P. and V. τὸ συγγενές, συγγένεια, ἡ; see Relationship.
    Persons related, by marriage: P. and V. κηδεστής, ὁ, V. κήδευμα, τό; by blood: use adj., P. and V. ναγκαῖος, οἰκεῖος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Connection

  • 4 Do

    v. trans.
    P. and V. ποιεῖν, πράσσειν, δρᾶν, V. ἔρδειν.
    Accomplish: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, ἐπεξέρχεσθαι, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, V. ἐξανύτειν, ἐκπράσσειν, τελεῖν (rare P.), ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν.
    Wish to do: Ar. and V. δρασείειν.
    Help to do: P. and V. συμπράσσειν (τινί τι), συλλαμβνειν (τινί τι), συνεκπονεῖν (τινί τι).
    V. intrans. succeed: P. and V. προχωρεῖν; see Succeed.
    Turn out: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν; see turn out.
    Be enough: P. and V. ἀρκεῖν, κανὸς εἶναι.
    Fire: P. and V. πράσσειν.
    Do ( one) in injury: P. and V. κακῶς ποιεῖν (acc.), κακῶς δρᾶν (acc.).
    Have an injury done one: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Do ( one) a favour: P. and V. εὖ ποιεῖν (acc.), εὖ δρᾶν (acc.).
    Have a favour done one: P. and V. εὖ πάσχειν.
    Do away with: P. and V. φανίζειν (acc.); see Abolish, Remove.
    Do to ( a person), treat: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    They know what he did to those of the Amphipolitans who gave the city up to him: P. ἴσασι ἃ Ἀμφιπολιτῶν ἐποίησε. τοὺς παραδόντας αὐτῷ τὴν πόλιν (Dem. 10).
    Do with ( a person or thing): P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    What shall I do with? P. and V. τί χρήσομαι; (dat.).
    Not knowing what to do with him: P. οὐκ ἔχων ὅ, τι χρήσαιτο αὐτῷ (Plat., Prot. 320A).
    What have you to do with...? P. and V. τί σοι μέτεστι; (gen.), P. σοι τίς μετουσία; (gen.).
    It has nothing to do with this law: P. οὐδὲν κοινωνεῖ τῷ νόμῳ τῷδε (Dem. 759).
    I think none of these things have anything to do with me: P. οὐδὲν ἡγοῦμαι τούτων εἶναι πρὸς ἐμέ (Dem. 245).
    Have done with: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.).
    Tell me and have done with it: P. εἰπὼν ἀπαλλάγηθι (Plat., Gorg. 491C).
    Do without, dispense with: P. and V. ἐᾶν (acc.), μεθιέναι (acc.).
    Be lacking in: P. and V. πορεῖν (gen.), δεῖσθαι (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Do

  • 5 Effect

    subs.
    Virtue, operativeness: P. δύναμις, ἡ.
    Result: P. and V. τέλος, τό, ἔργον, τό.
    That which happens: P. τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἐκβαίνοντα.
    Produce an effect, do good (of persons), v.: P. and V. πλέον πράσσειν, V. πλέον ἐργάζεσθαι, P. πλέον ποιεῖν.
    I produce no effect by my counsel: V. παραινουσʼ οὐδὲν εἰς πλέον ποιῶ (Soph., O.R. 918).
    Have effect: P. προὔργου εἶναι, P. and V. ὠφελεῖν.
    Have no effect: P. οὐδὲν προὔργου εἶναι, P. and V. οὐκ ὠφελεῖν.
    Of no effect, adj.: P. and V. μταιος; see Vain.
    To no effect, adv.: P. and V. μτην, ἄλλως, V. ματαίως; see in vain, under Vain.
    Have the effect of, bring it about that, v.: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.).
    Take effect: use P. ἐνεργὸς εἶναι.
    ( Speak) to this effect: P. and V. τοιαῦτα or τοιδε λέγειν.
    ——————
    v. trans.
    Accomplish: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, ἐπεργάζεσθαι; see Accomplish.
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.), V. ἐκπράσσειν ὥστε (infin.); see also see to it that.
    Effect a landing: P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effect

  • 6 добро

    добр||о I
    \ с
    1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·
    2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.
    добро́ II
    нареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε!

    Русско-новогреческий словарь > добро

  • 7 ничто

    ничто
    (ничего, ничему, ничем, ни о чем) мест, отриц. τίποτε, οὐδέν, μηδέν, его́ \ничто не интересует τίποτε δέν τόν ἐνδιαφέρει· он ничего не увидел δέν είδε τίποτε· там ничего́ нет ἐκεῖ δέν ἔχει τίποτε· никто́ ничего́ не сказал κανείς δέν είπε τίποτε· из этого ничего не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά βγεῖ τίποτε· как будто бы ничего не случилось σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε· это ничему́ не поможет αὐτό δέν θά βοηθήσει σέ τίποτε· она ничем не отличается δέν διακρίνεται σέ τίποτε· его́ ни о чем нельзя попросить δέν εἶναι νά τοῦ ζητήσεις τίποτε· это ни с чем нельзя сравнить αὐτό δέν συγκρίνεται μέ τίποτε· ◊ ничего́ подобного κάθε ἄλλο· ничего не поделаешь δέν γίνεται τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ничто

  • 8 худо

    ху́д||о I
    с τό κακό[ν]:
    он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.
    худо II
    1. нареч κακά, ἄσχημα:
    \худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον
    2. безл:
    ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του.

    Русско-новогреческий словарь > худо

  • 9 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 10 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 11 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 12 ничто

    ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ.
    τίποτε, ουδέν, μηδέν, κανέν•

    это ничто не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε,δεν έχει καμιά σημασία•

    это ничему не мешает αυτό δε μποδίζει σε τίποτε•

    это ничем ни кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε•

    ни о чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε•

    он ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε.

    εκφρ.
    ничего не бывалоπαλ. βλ. ничуть (не бывало)•
    ничего не поделаешь ή не попишешь – δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς•
    из ничего делать – φτιάχνω από (με) το τίποτε•
    превратиться (обратить(ся) в ничего – γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξάφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ничто

  • 13 роза

    θ.
    τριανταφυλλιά, ροδωνιά, τριαντάφυλλο•

    роза чайная роза κίτρινο τριαντάφυλλο•

    белая роза άσπρο τριαντάφυλλο•

    центифольная κόκκινο (μαίσιο) τριαντάφυλλο.

    εκφρ.
    нет розы без шипов – δεν υπάρχει ρόδο χωρίς αγκάθια (ουδέν καλόν αμιγές κακού).

    Большой русско-греческий словарь > роза

  • 14 шило

    -а, πλθ. шилья
    -ьев ουδ.
    σουβλί,οβελός•

    шило в мешке не утаишь παρμ. τίποτε δε μένει κρυφό• και η παλαιά: ουδέν κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται.

    Большой русско-греческий словарь > шило

  • 15 Absent

    adj.
    P. and V. πών.
    From home: P. and V. ἔκδημος, V. θυραῖος.
    Forgetful: Ar. and P. ἐπιλήσμων.
    Be absent: P. and V. πεῖναι, ποστατεῖν (Plat.), P. ἀπογίγνεσθαι.
    Be from home: P. and V. ἐκδημεῖν, Ar. and P. ποδημεῖν.
    It is nothing. Finish your tale. I was absent in mind: V. οὐδὲν· πέραινε δʼ· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε (Eur., I.T. 781).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Absent

  • 16 Account

    subs.
    Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.
    Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.
    Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).
    Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.
    Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    On account of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).
    Reckoning: P. and V. λόγος, ὁ, Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).
    I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).
    Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.
    Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.
    Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.
    Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.
    Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Understand: P. and V. συνιέναι; see Understand.
    Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account

  • 17 Advantage

    subs.
    Gain: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.
    Benefit: P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ.
    Superiority: P. πλεονεξία, ἡ, πλεονέκτημα, τό.
    To the advantage of, in favour of: P. and V. πρός (gen.).
    Have the advantage, v.: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.
    Get the advantage of, v.: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.), πλέον ἔχειν (gen.).
    Take advantage of, v.: P. and V. πολαύειν (gen.).
    Use: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Derive advantage, v.: P. and V. κερδαίνειν ὀννασθαι.
    Fight at an advantage: P. ἐκ περιόντος ἀγωνίζεσθαι (Τhuc. 8, 46).
    It is a great advantage for him to be sole master of the whole position: τὸ εἶναι ἐκεῖνον ἕνα ὅντα κύριον... πολλῷ προέχει (Dem. 10).
    Tyrants have no such advantages: P. τοῖς δὲ τυράννοις οὐδὲν ὑπάρχει τοιοῦτον (Isoc. 15, C).
    The borrower has the advantage of us in everything: P. ὁ δανειζόμενος ἐν παντὶ προέχει ἡμῶν (Dem. 1283).
    We have many natural advantages in war: P. πρὸς πόλεμον πολλὰ φύσει πλεονεκτήματα ἡμῖν ὑπάρχει (Dem. 124).
    What advantage is there? V. τί δʼ ἔστι τὸ πλέον; (Eur., Phoen. 553).
    What advantage will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Antiphon, 140.)
    ——————
    v. trans.
    See Benefit.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advantage

  • 18 Avail

    v. trans. or absol.
    P. and V. συμφέρειν (dat.), ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc. or dat.), ἀρκεῖν (dat.), ὀνινναι (acc.).
    Have power: P. and V. δνασθαι, ἰσχειν, Ar. and V. σθένειν.
    Avail oneself of: P. and V. χρῆσθαι (dat.), P. ἀποχρῆσθαι (dat.).
    Enjoy fruits of: P. and V. καρποῦσθαι (acc.), πολαύειν (gen.), V. ἐπαυρίσκεσθαι (gen.).
    ——————
    subs.
    Advantage: P. and V. κέρδος, τὸ; see Advantage.
    It is of no avail: P. οὐδέν προὔργου ἐστί.
    Of what avail is it? P. and V. τί πλέον ἐστί;
    Of no avail, useless: use adj., P. and V. ἄχρηστος, ἀχρεῖος, νωφελής; see Useless.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Avail

  • 19 Beyond

    prep.
    Of time or place: P. and V. πέρα (gen.).
    Of place only, across: P. and V. πέραν (gen.).
    The parts beyond: P. and V. τοὐπέκεινα (gen.).
    measure: P. and V. περ (acc.).
    Except: P. and V. πλήν (gen.). Outside of (time or place): P. and V. ἔξω.
    Beyond description: P. and V. κρείσσων λόγου, V. κρείσσων ἢ λέξαι.
    Beyond expectation: P. and V. παρʼ ἐλπδα, V. ἐκτὸς ἐλπδος, ἔξω ἐλπδος.
    Beyond measure: see Exceedingly.
    Beyond one's strength: P. παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν.
    Reguiring nothing beyond sufficient support: πέρα ἱκανῆς τροφῆς οὐδὲν ἀξιοῦντες (Plat., Critias, 110D).
    Go beyond: P. and V. περβάλλειν (acc.); see Exceed.
    ——————
    adv.
    Of time, place or degree: P. and V. πέρα.
    Of place only: P. and V. πέραν.
    Farther: P. and V. περαιτέρω.
    More: P. and V. πλέον, V. πέρτερον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beyond

  • 20 But

    conj.
    P. and V. ἀλλ, δέ, Ar. and V. τρ (also Plat. but rare P.).
    ——————
    adv.
    Except: P. and V. εἰ μή, πλήν (gen.).
    Nothing but: P. οὐδὲν ἀλλʼ ἤ.
    All but: P. and V. ὅσον οὔπω, P. ὅσον οὐ.
    Nearly: P. ὀλίγου.
    But for, had it not been for: Ar. and P. εἰ μὴ δι (acc.).
    We cannot but admire: P. and V. οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ θαυμάζομεν, οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ θαυμάζομεν.
    Not but that: P. οὐ μὴν ἀλλά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > But

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»