Перевод: с русского на все языки
οὐδὲν+οἶδ'+ὑπέρτερον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… … Dictionary of Greek