-
1 авизо
ουδ. άκλ.1. κ. авиз -а α. ειδοποίηση, αβίζο.2. ουδ. άκλ. εύδρομο καταδρομικό. -
2 авто
ουδ. κ. α. άκλιτοβλ. автомобиль. -
3 алиби
ουδ.άκλ. το άλλοθι, αλλού (ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν αλλού, όταν διαπράχτηκε το έγκλημα). -
4 аллегри
ουδ.άκλ. παλ. είδος λοταρίας. -
5 алоэ
ουδ.άκλ.η αλόη (φυτό). -
6 амбре
ουδ.άκλ. ευωδιά.(ειρν.) δυσωδία. -
7 амплуа
ουδ.άκλ.(θεατρ.) υπόκριση, υπόδυση•амплуа комической старухи υπόδυση του ρόλου κωμικής γριάς.
|| κύκλος γνώσεων. -
8 антраша
ουδ.άκλ.ελαφρό πήδημα χορευτή. -
9 арго
ουδ.άκλ.αργκό•воровское арго κλέφτικο αργκό•
картежное арго αργκό των χαρτοπαιχτών.
-
10 ариозо
ουδ.άκλ.μικρή άρια. -
11 ателье
ουδ. άκλ.εργαστήριο καλλιτέχνη, ατελιέ• (κινηματογραφίας) στούντιο•ателье мод οίκος μόδας.
-
12 аутодафе
ουδ. άκλ.αούτο ντα φε (κάψιμο των καταδικασμένων από την Ιερή Εξέταση). -
13 баккара
ουδ.άκλ.1. μπακκαρά (κρύσταλλο).2. μπακκαράς (χαρτοπαίγνιο). -
14 банджо
ουδ.απλ. μπάντζο (έγχρρδο μουσικό όργανο), -
15 барокко
ουδ.άκλ.μπαρόκ, καλλιτεχ. στυλ. -
16 бе
ουδ. άκλ.το γράμμα «Б» (μπε).εκφρ.ни бе ни ме – ούτε κα ούτε μα (δε μπορεί να πει)•ни бе ни ме не знает – δεν ξέρει ούτε κα ούτε μα (δε σκαμπάζει τίποτε, δεν ξέρει γρύ). -
17 безе
ουδ.άκλ.γλύκισμα μπεζέ. -
18 бильбоке
ουδ.άκλ.βιλβοκέτο (παιχνίδι). -
19 бланманже
ουδ.άκλ.γλύκισμα από κρέμα και αμύδγαλα. -
20 болеро
ουδ.ακλ.μπολερό, είδος ισπανικού χορού και μουσικής.
См. также в других словарях:
Οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. — οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. См. Трех слов связать не может … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν. — (ὑπνώσουσιν). См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
.ουδ' — ὀδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦδ' — ὀδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδ' — οὐδέ , οὐδέ but not indeclform (particle) οὐδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg οὐδέ , οὐδός 2 way fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔδ' — οὐδέ , οὐδέ but not indeclform (particle) οὐδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg οὐδέ , οὐδός 2 way fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖδ' — οὐδέ , οὐδέ but not indeclform (particle) οὐδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg οὐδέ , οὐδός 2 way fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. — См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδ’ ἀπομύξασθαι σύνοιδεν. — См. Утереть нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)