Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

οἶνος

  • 1 Ale

    subs.
    V. ἐκ κριθῶν μέθυ, τό.
    Wine: P. and V. οἶνος, ὁ, V. μέθυ, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ale

  • 2 Bad

    adj.
    Wicked: P. and V. κακός, πονηρός, μοχθηρός, πανοῦργος, φαῦλος, φλαῦρος, V. παντουργός.
    Utterly bad: P. and V. πάγκακος, Ar. and P. παμπόνηρος.
    Unfortunate: P. and V. κακός, δυστυχής, δυσδαίμων, τυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος.
    Spurious: P. and V. κίβδηλος, Ar. and P. παρσημος.
    Incapable: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, δνατος.
    In bad health: see Ill.
    Injurious: P. and V. ἀσύμφορος, κακός, P. βλαβερός, Ar. and V. τηρός, V. λυμαντήριος; see Harmful.
    Sorry, mean: P. and V. φαῦλος, εὐτελής, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, Ar. and V. δείλαιος.
    Wine that has gone bad: P. οἶνος ἐξεστηκώς (Dem.).
    Rotten: Ar. and P. σαπρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bad

  • 3 Sour

    adj.
    Unripe: Ar. and P. ὠμός (Xen.).
    Of taste: P. and V. πικρός, Ar. and V. δριμς, στρυφνός, P. ὀξύς, αὐστηρός.
    Sour wine: Ar. τροπίας οἶνος, ὁ.
    Of temper: P. and V. δύσκολος, δυσρεστος, δυσχερής, P. αὐστηρός, Ar. and V. παλίγκοτος; see also Angry.
    Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.
    Sour temper: Ar. θυμὸς ὀξνης, ὁ, θυμὸς ὀμφακίας, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Embitter: P. and V. παροξνειν, V. ὀξνειν; see Embitter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sour

  • 4 Stimulant

    subs.
    P. and V. κέντρον, τό.
    Wine: P. and V. οἶνος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stimulant

  • 5 Wine

    subs.
    P. and V. οἶνος, ὁ, V. βάκχος, ὁ, βάκχιος, ὁ, μέθυ, τό.
    Wine cups: V. οἰνηρὰ τεύχη, τά.
    Foam of wine: V. οἰνωπὸς ἄχνη, ἡ.
    Drunk with wine: use V. οἰνωθείς, ᾠνωμένος, κτοινος; see Drunk.
    Flushed with wine, adj.: V. οἰνωπός.
    Rich in wine: P. πολύοινος.
    Rich in grapes: V. εὔβοτρυς, πολύβοτρυς
    Abstaining from wine: P. and V. ἄοινος (Plat.).
    Abstain from wine, v.: P. and V. νήφειν.
    Peace offerings without wine: V. νηφλια μειλίγματα (Æsch., Eum. 107).
    Make wine from sharp unripe grapes: V. τεύχειν ἀπʼ ὄμφακος πικρᾶς οἶνον (Æsch., Ag. 970).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wine

  • 6 Wrestle

    v. intrans.
    P. and V. παλαίειν.
    Contend: P. and V. γωνίζεσθαι, μιλλᾶσθαι.
    Wrestle with: P. προσπαλαίειν (dat.); see contend with.
    Wrestle with ( perils): P. and V. ἀθλεῖν (acc.) (Plat.).
    Strong is wine and hard to wrestle with: V. δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς (Eur., Cycl. 678).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wrestle

  • 7 wine

    1) κρασί
    2) οίνος

    English-Greek new dictionary > wine

См. также в других словарях:

  • οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) …   Dictionary of Greek

  • οἶνος — the ace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»