-
1 жалость
жалость ж о οίκτος, η συμπόνοια ◇ какая \жалость1 τι κρίμα!* * *жο οίκτος, η συμπόνοια••кака́я жа́лость! — τι κρίμα!
-
2 жалость
жалост||ьж ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ οίκτος, ἡ συμπόνοια, ἡ λύπη:из \жалостьи ἀπό συμπό-νοιά ◊ какая \жалость1 τί κρίμα! -
3 пощада
поща́д||аж τό ἔλεος, ἡ χάρη [-ις], ὁ οίκτος:, без \пощадаы ἀλύπητα, χωρίς ἔλεος, ἀνελέητα, ἀδυσώπητα· просить \пощадаы ζητώ χάριν, ζητώ ἔλεος· не давать, никому́ \пощадаы δέν δείχνω ἔλεος σέ κανένα. -
4 сожаление
сожалени||ес ἡ λύπη, ἡ συμπόνια/ ὁ οίκτος, ἡ εὐσπλαγχνία (жалость):достойный \сожалениея ἀξιολύπητος· чу́вствовать \сожаление· к кому́-л. αἰσθάνομαι συμπόνια γιά κάποιον возбуждать \сожаление в ком-л. κινῶ τόν οίκτο κάποιου· к \сожалениею δυστυχώς· к моему \сожалениею προς μεγάλην μου λύπην. -
5 сострадание
сострада||ниес ἡ συμπόνια, ἡ συμπό-νεση/ ὁ οίκτος (жалость):вызывать \сострадание κινώ τόν οίκτο· делать,что-л. из \состраданиения κάνω κάτι ἀπό συμπόνια. -
6 сочувствие
сочувствиес ἡ συμπάθεια, ἡ συμπόνια/ ὁ οίκτος (сострадание):вызывать \сочувствие κινώ τή συμπάθεια. -
7 жалостливость
-и θ.ευσπλαχνία, οίκτος, συμπάθεια. -
8 жалость
-и θ.ευσπλαχνία, συμπόνια, πόνος, λύπηση, οίκτος, οικτιρμός•возбудить -προκαλώ (διεγείρω) τον οίκτο•
из -и από ευσπλαχνία (συμπόνια)•
какая -! τι κρίμα!
-
9 милосердие
-
10 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή. -
11 пощада
-ы θ.έλεος, οίκτος, λύπη, λύπηση•просить -ы ζητώ έλεος•
без -ы αλύπητα•
никакой -ы врагам καμιά λύπηση στους εχθρούς.
-
12 сердоболие
-я ουδ.παλ. ευσπλαχνία, οίκτος, πόνος, συμπόνια, πονοψυχιά, ψυχοπόνια. -
13 сожаление
-я ουδ.1. λύπη, θλίψη-- о прошедшем θλίψη για το παρελθόν: горькие -я πικρές θλίψεις.2. συμπόνοια, λύπηση• ευσπλαχνία• ψυχοπόνια• οίκτος•возбудить сожаление κινώ (προξενώ) τον οίκτο•
ощущать сожаление αισθάνομαι οίκτο, συμπονώ•
без -я χωρίς οίκτο, αλύπητα•
достойный -я (είναι) αξιολύπητος•
выражать своё сожаление εκφράζω τη λύπη μου.
εκφρ.к -ю – δυστυχώς•к моему -ю – προς μεγάλη μου λύπη. -
14 участие
-я ουδ.1. μετοχή• συμμετοχή• σύμπραξη, συνεργασία•непосредственное участие άμεση (αυτοπρόσωπη) συμμετοχή•
участие в прибылях η συμμετοχή στα κέρδη: принять деятельное παίρνω δραστήριο μέρος•
с -ем με τη συμμετοχή•
приучастиеи με τη συμμετοχή.
2. παλ. συμπόνια, ευσπλαχνία, οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, συμπάθεια•она с -ем распрашивала е αυτή με συμπόνια τη ρωτούσε λεπτομερώς.
-
15 участливость
-и θ.συμπόνια, ευσπλαχνία, λύπη, οίκτος, ψυχοπονιά συμπάθεια.
См. также в других словарях:
οικτός — οἰκτός, ή, όν (Α) [οίγω] ανοιχτός … Dictionary of Greek
οἶκτος — pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκτος — ο (ΑΜ οἶκτος) αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι οὶκτου χεῑρά θ ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.) νεοελλ. περιφρόνηση, αποτροπιασμός αρχ. 1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.) 2. αντικείμενο οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η… … Dictionary of Greek
οίκτος — ο 1. συμπάθεια, λύπη, ευσπλαχνία για κάποιον: Είναι άξιος για οίκτο. 2. περιφρόνηση: Η αθλιότητά του προκαλεί οίκτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἶκτοι — οἶκτος pity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶκτον — οἶκτος pity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] … Dictionary of Greek
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
νέοικτος — νέοικτος, ον (Α) ο πρόσφατος θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκτος «θρήνος, οδυρμός» (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek
οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος … Dictionary of Greek