-
1 штурвальный
штурва||льныйприл:\штурвальныйльное колесо́ см. штурвал-\штурвальныйльная ру́бка τό πηδαλιουχειον, τό οία-κιστἡριον. -
2 издалеча
κ. издалечеεπίρ. (απλ. κ. όια λκ.) από μακριά. -
3 коник
-а α.1. αλογάκι.2. (όια λκ.) μπάγκος (επίμηκες κασόνι με κάλυμμα). -
4 крепь
-
5 майна
-
6 печурка
-и θ.1. μαγκάλι, πύραυνο.2. (όια λκ.) τεχνητό κοίλωμα στον τοίχο (που είναι η θερμάστρα). -
7 подтрунивание
-я ουδ.περιγέλασμα, κορόϊ-όία, εμπαιγμός περιορισμένου χαρακτήρα• αστεϊσμός. -
8 уделать
ρ.σ.μ. (όια λκ.).1. φτιάχνω, κατασκευάζω.2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, ομορφαίνω. -
9 утопнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. утоп, -ла, -лоρ.σ. (όια λκ.)βλ. утонуть.
См. также в других словарях:
οἴα — οἴᾱ , οἴη fem nom/voc/acc dual οἴᾱ , οἴη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἴ̱ᾱ , οἶος alone fem nom/voc/acc dual οἴ̱ᾱ , οἶος alone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἴᾱ , οἰάω pres imperat act 2nd sg οἴᾱ , οἰάω imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οία δη — οἷα δή (Α) [οία] (κατά τον Ησύχ.) «ἅτε δή, ὥσπερ δή» … Dictionary of Greek
Οἴα — Οἴᾱ , Οἴη fem nom/voc/acc dual Οἴᾱ , Οἴη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵα — οἵᾱ , οἷος such as fem nom/voc/acc dual οἵᾱ , οἷος such as fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵᾳ — οἵᾱͅ , οἷος such as fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οία — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αίγινας. Οι Αιγινήτες είχαν φυλάξει εκεί τα ξόανα της Δαμίας και της Αυξίας (Δήμητρας και Περσεφόνης), για να τα προστατέψουν από την επιδρομή των Επιδαυρίων. 2. Μία από τις δύο πόλεις της θήρας. Από τις… … Dictionary of Greek
Οία — Oia Pour les articles homonymes, voir OIA. 36°28′N 25°22′E / … Wikipédia en Français
Οἶα — Οἶον Oeum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶα — ὄις sheep masc/fem acc sg (attic epic) οἶος alone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἷα — οἷος such as neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτοιος, -οια, -οιο — δεικτική αντων. 1. αυτού του είδους: Τέτοιο ζώο δεν ξαναείδα. 2. τάδε, ο, η, το (βλ. λ.): Μου είπε ο τέτοιος, πες τον ντε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)