Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
οἰσμός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
οισμός — οἰσμός, ὁ (Α) [οίζω] (κατά τον Ζώσ.) «ἐκφώνησις ἐναποσβεννυμένου πυρός» … Dictionary of Greek
αβερ(ρ)οϊσμός — ο 1. οι θεωρίες τού Αβερόη, που, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό, διατυπώθηκαν κυρίως υπό μορφή σχολίων στον Αριστοτέλη και που διαφέρουν από τις θεωρίες τού Αβικένα κατά τούτο: υποστηρίζουν ότι όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε μεμιάς από τον Θεό,… … Dictionary of Greek
οἰσμοῦ — οἰσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)