-
1 ветер
ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα* * *мο άνεμος, ο αέραςвстре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος
попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος
сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα
-
2 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
3 попутный
попу́тн||ыйприл:\попутныйый ветер о ὁὔριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· \попутныйая машина τό περαστικό αὐτοκίνητο. -
4 ветер
-тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.άνεμος, αέρας•попутный ветер ούριος άνεμος•
ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•
ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•
порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.
εκφρ.ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας. -
5 кормовой
См. также в других словарях:
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek
οὔριος — οὔ̱ριος , ὄρος implement for pressing grapes neut gen sg (epic doric ionic) οὔριος with a fair wind masc nom sg οὔριος with a fair wind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούριος — α, ο (από το ουρά), για άνεμο, αυτός που φυσάει από την πρύμη (ουρά) του πλοίου, που σπρώχνει το πλοίο προς τα εμπρός, αλλ. πρίμος, ευνοϊκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐριώτατα — οὔριος with a fair wind adverbial superl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc superl pl οὔριος with a fair wind adverbial superl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίως — οὔριος with a fair wind adverbial οὔριος with a fair wind masc acc pl (doric) οὔριος with a fair wind adverbial οὔριος with a fair wind masc/fem acc pl (doric) οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) οὐριόω give to the winds … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίους — οὔριος with a fair wind masc acc pl οὔριος with a fair wind masc/fem acc pl οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔριοι — οὔριος with a fair wind masc nom/voc pl οὔριος with a fair wind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίη — οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (epic ionic) οὐρία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίην — οὔριος with a fair wind fem acc sg (epic ionic) οὐρία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔριαι — οὔριος with a fair wind fem nom/voc pl οὐρία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)