Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ούριος

  • 1 ветер

    ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα
    * * *
    м
    ο άνεμος, ο αέρας

    встре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος

    попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος

    сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα

    Русско-греческий словарь > ветер

  • 2 ветер

    ветер
    м ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:
    попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον.

    Русско-новогреческий словарь > ветер

  • 3 попутный

    попу́тн||ый
    прил:
    \попутныйый ветер о ὁὔριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· \попутныйая машина τό περαστικό αὐτοκίνητο.

    Русско-новогреческий словарь > попутный

  • 4 ветер

    -тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.
    άνεμος, αέρας•

    попутный ветер ούριος άνεμος•

    ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•

    ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•

    порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.

    εκφρ.
    ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•
    ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•
    ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•
    бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•
    держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•
    идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•
    ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•
    подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας.

    Большой русско-греческий словарь > ветер

  • 5 кормовой

    επ.
    1. ζωοτροφικός•

    -ые ресурсы οι ζωοτροφικές πηγές•

    кормовой сарай αχυρώνας.

    2. παλ. της διατροφής•

    -ые деньги χρήματα διατροφής.

    εκφρ.
    - ая база – βάση ζωοτροφιών.
    επ.
    1. πρυμναίος, πρυμιός•

    ветер ούριος (πρύμος) άνεμος.

    2. ουσ. εργάτης στην πρύμνη• τιμονιέρης.

    Большой русско-греческий словарь > кормовой

См. также в других словарях:

  • ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • οὔριος — οὔ̱ριος , ὄρος implement for pressing grapes neut gen sg (epic doric ionic) οὔριος with a fair wind masc nom sg οὔριος with a fair wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούριος — α, ο (από το ουρά), για άνεμο, αυτός που φυσάει από την πρύμη (ουρά) του πλοίου, που σπρώχνει το πλοίο προς τα εμπρός, αλλ. πρίμος, ευνοϊκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐριώτατα — οὔριος with a fair wind adverbial superl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc superl pl οὔριος with a fair wind adverbial superl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίως — οὔριος with a fair wind adverbial οὔριος with a fair wind masc acc pl (doric) οὔριος with a fair wind adverbial οὔριος with a fair wind masc/fem acc pl (doric) οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) οὐριόω give to the winds …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίους — οὔριος with a fair wind masc acc pl οὔριος with a fair wind masc/fem acc pl οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg οὐριόω give to the winds imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔριοι — οὔριος with a fair wind masc nom/voc pl οὔριος with a fair wind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίη — οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (epic ionic) οὐρία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίην — οὔριος with a fair wind fem acc sg (epic ionic) οὐρία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔριαι — οὔριος with a fair wind fem nom/voc pl οὐρία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»